Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεύκ-η

См. также в других словарях:

  • πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλών — κεφαλών, ῶνος, ὁ (Α) 1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός 2. το κεφαλωτόν*, το φυτό πράσο 3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ων / ώνος (πρβλ. πευκ …   Dictionary of Greek

  • λευκώνας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 70 μ., 2.136 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται 5 χλμ. ΒΔ των Σερρών. Αποτελεί έδρα του δήμου Λευκώνα. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Καβακλή. Η περιοχή συνοικίστηκε το 1919 από Καυκάσιους και Πόντιους… …   Dictionary of Greek

  • ξεριάς — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ο παραπόταμος που ξεραίνεται το καλοκαίρι ξεροπόταμος, χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. ιάς… …   Dictionary of Greek

  • ονειρήεις — ὀνειρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. πευκ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] …   Dictionary of Greek

  • πλατανιάς — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοαρνανίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • φελλεών — ῶνος, ὁ, Α φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς, με κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πευκ ών)] …   Dictionary of Greek

  • φηγών — ῶνος, ὁ, Α τόπος πλούσιος σε φηγούς, δάσος από οξιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πευκ ών)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικώνας — ο / φοινικών, ῶνος, ΝΜΑ, και φοινεικών και φοινικεών Α τόπος κατάφυτος με φοίνικες, δάσος φοινίκων αρχ. τόπος όπου καλλιεργούνται φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. ων, ῶνος (πρβλ. ελαιώνας], πευκ ών[ας])] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»