Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πευκ-ήεις

См. также в других словарях:

  • ονειρήεις — ὀνειρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. πευκ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»