Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πευκαλίμῃσιν

См. также в других словарях:

  • πευκαλίμῃσιν — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκαλίμηισιν — πευκαλίμῃσιν , πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκάλιμος — η, ον, Α εμβριθής, οξύς, έξυπνος («φρεσὶ πευκαλίμῃσιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα άλιμος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. εἰδάλιμος. εἶδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»