-
1 πευκαλίμησι
-
2 πευκαλίμῃσι
-
3 πευκαλίμηισι
πευκαλίμῃσι, πευκάλιμοςfem dat pl (epic ionic) -
4 πευκάλιμος
Aφρεσὶ πευκαλίμῃσι Il.8.366
, 14.165, 15.81, 20.35; μετὰ φρεσὶ π. Hes. Fr. 170; πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσιν Orac. ap. D.L.1.30;πευκαλίμοις μήδεσι IG4.787
([place name] Troezen);πευκαλίμας ἀχέων φρένας Q.S.10.388
. ( πευκαλίμῃσι expld. by πυκναῖς, συνεταῖς, also by πικραῖς, ὀξείαις, Hsch.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πευκάλιμος
-
5 ἐπικαίνυμαι
II. [voice] Pass., to be adorned or furnished with, (unless in signf.1); οἷς ἐπικαίνυται ἵππος (cj. for ἐπικίνυται) Q.S.12.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαίνυμαι
См. также в других словарях:
πευκαλίμῃσι — πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευκαλίμηισι — πευκαλίμῃσι , πευκάλιμος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)