-
1 ἐπικαίνυμαι
II. [voice] Pass., to be adorned or furnished with, (unless in signf.1); οἷς ἐπικαίνυται ἵππος (cj. for ἐπικίνυται) Q.S.12.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαίνυμαι
См. также в других словарях:
επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] … Dictionary of Greek