Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατόρθωσα

  • 1 удаться

    удаться πετυχαίνω, κατορθώνω* мне не удалось... δεν πέτυχα (или κατόρθωσα) να...
    * * *
    πετυχαίνω, κατορθώνω

    мне не удало́сь... — δεν πέτυχα ( или κατόρθωσα) να...

    Русско-греческий словарь > удаться

  • 2 добудиться

    добуди́||ться
    сов разг:
    я насилу (с трудом) \добудитьсялся его μέ δυσκολία κατόρθωσα νά τόν ξυπνήσω.

    Русско-новогреческий словарь > добудиться

  • 3 добыть

    -буду, -будешь; παρλθ. χρ. добыл κ. добыл, -ла, добыло κ. добыло; προστκ. добудь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добытый, добыт, -а, -о κ. добыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, βρίσκω•

    я с трудом -ыл необходимые книги με δυσκολία κατόρθωσα να βρω τα απαραίτητα βιβλία.

    || εξευρίσκω, αποκτώ, προμηθεύομαι•

    средства к существованию εξευρίσκω τα προς του ζειν.

    (κυνηγ.) χτυπώ, σκοτώνω, φονεύω• πιάνω.
    2. εξάγω, εξορύσσω, βγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > добыть

  • 4 припомнить

    ρ.σ.μ.
    1. (εν)θυ μού μα ι, αν α-θυμούμαι•

    еле я -ил своего сослуживца μόλις κατόρθωσα να θυμηθώ το συνάδελφο μου•

    припомнить свою молодость θυμούμαι τα νιάτα μου. _

    2. (εν)θυμίζω•

    это тебе -ню θα σου το θυμίσω εγώ•

    припомнить кому что θυμίζω σε κάποιον κάτι.

    (εν)θυμούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > припомнить

  • 5 урвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урвэнный, βρ: -ван, -а, -о
    αποσπώ, παίρνω απότομα• αρπάζω. || μτφ. λαβαίνω•

    каждый хочет урвать свои долго καθένας θέλει να πάρει το μερίδιο του.

    || μτφ. (για χρόνο) εξο ικονομώ, εξευρίσκω•

    урвать свободную минуту для разговора εξοικονομώ ένα λεφτό για συνομιλία.

    αποσπώμαι, ξεκόβω, αποδεσμεύομαι•

    еле -лся из дома μόλις κατόρθωσα να αποσπαστώ για λίγο από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > урвать

См. также в других словарях:

  • κατόρθωσα — κατορθόω set upright aor ind act 1st sg (homeric ionic) κατορθόω set upright aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθωσάσης — κατορθωσά̱σης , κατορθόω set upright aor part act fem gen sg (attic epic ionic) κατορθωσά̱σης , κατορθόω set upright aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσας — κατορθώσᾱς , κατορθόω set upright aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατορθώσᾱς , κατορθόω set upright aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσασα — κατορθώσᾱσα , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατορθώσᾱσα , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσασαι — κατορθώσᾱσαι , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) κατορθώσᾱσαι , κατορθόω set upright aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσασαν — κατορθώσᾱσαν , κατορθόω set upright aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κατορθώσᾱσαν , κατορθόω set upright aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσασι — κατορθώσᾱσι , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατορθώσᾱσι , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώσασιν — κατορθώσᾱσιν , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) κατορθώσᾱσιν , κατορθόω set upright aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώνω — κατόρθωσα, κατορθώθηκα, κατορθωμένος, φέρω σε πέρας, πραγματοποιώ, καταφέρνω: Κατόρθωσε να περάσει τις εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… …   Wikipedia

  • κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»