Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περί-πλευρος

См. также в других словарях:

  • περίπλευρος — ον, Α αυτός που καλύπτει τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] …   Dictionary of Greek

  • περιπλευριτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που προσβάλλει την πλευρά («περιπλευριτικὰ νοσήματα» η πλευρίτιδα, Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] …   Dictionary of Greek

  • σύμπλευρος — ον, ΜΑ μσν. (για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευρά αρχ. διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί πλευρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»