-
1 περιπεμπτος
2разосланный повсюдуπερίπεμπτα θυοσκεῖν (v. l. θυοσκινεῖν) Aesch. — всюду разослать приказание о жертвоприношениях
-
2 λεγω
I[ одного корня с λέχος, λόχος, ἄλοχος, λέκτρον] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην, imper. λέξο и λέξεο)1) укладывать в постель, отводить ко сну(τινά Hom.)
2) сковывать сном, усыплять(νόον τινός Hom.)
3) med. ложиться спать(εἰς εὐνήν Hom.)
4) med. засыпать(ἡδέϊ ὕπνῳ Hom.; σὺν παρακοίτι Hes.)
5) med. располагаться, размещаться(παρὰ τάφρον Hom.)
6) med. лежать (без дела), бездействовать(μηκέτι νῦν δῆθ΄ αὖθι λεγώμεθα Hom.)
II(fut. λέξω, aor. ἔλεξα; med.: fut. λέξομαι, aor. 1 ἐλεξάμην, aor. 2 ἐλέγμην; aor. pass. ἐλέχθην)1) собирать(αἱμασιάς, ὀστέα, med. ξύλα Hom.)
2) выбирать, набиратьπέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην Hom. — я присоединился к ним в качестве пятого3) причислять, относить (к числу кого-л.), считать (в числе кого-л.)(τινὰ ἔν τισι Hom., Aesch.)
λ. τινὰ οὐδαμοῦ Soph. — не ставить кого-л. ни во что;κέρδος αὖτ΄ ἐγὼ λέγω Soph. — это я считаю выгодой (счастьем)4) перечислять, пересказывать(κήδεα θυμοῦ, θέσκελα ἔργα Hom.)
τί σε χρέ ταῦτα λέγεσθαι ; Hom. — зачем тебе это перечислять?5) высказывать, произносить(ὀνείδεά τινι Hom.)
6) med. пересчитывать, сосчитывать, считать(ἀριθμόν Hom.)
[ одного корня с λέγω II] (fut. λέξω, aor. ἔλεξα - атт. обычно супплетивно: fut. ἐρῶ, aor. 2 εἶπον - реже aor. 1 εἶπα, pf. εἴρηκα; pass.: fut. λεχθήσομαι, aor. ἐλέχθην - чаще ἐρρήθην, pf. λέλεγμαι - чаще εἴρημαι)1) говорить, сообщать, рассказывать(ἀμφί τινος Aesch., περί τινος Soph., Thuc., Arst., NT. и ὑπέρ τινος Soph., Xen. etc.; ψευδῆ, τἀληθῆ, μῦθόν τινα Aesch.)
λέγοις ἄν Plat. — расскажи, пожалуйста;λόγος λέλεκται πᾶς Soph. — сказано все, т.е. я кончил;λέξαι Οἰδίπουν ὀλωλότα Soph. — сообщить, что Эдип скончался;θανεῖν ἐλέχθη Soph. — сказали, что он погиб;τὰ λελεγμένα Arst. — сказанное (выше);τὰ λεχθησόμενα Arst. — то, что будет сказано (ниже);τὸ (ἐν παροιμίᾳ) λεγόμενον Plat., Arst. etc. — как говорится;ὅ λέγων Dem. — говорящий, оратор;ἀλλήλους τὰ ἔσχατα λ. Xen. — наносить друг другу величайшие оскорбления;в — плеонастических оборотах:χαίρειν τινὴ λ. NT. — приветствовать кого-л.;λ. ἐπί τινι ἀγαθὰς εὐχάς Aesch. — желать счастья кому-л.;λ. τά τινος Dem. — выступать в чью-л. пользу2) гласить(τὰ γράμματα ἔλεγε τάδε Her.; ὡς ὅ νόμος λέγει Dem.)
3) говорить дело, т.е. правильноκινδυνεύεις τι λ. или ἴσως ἄν τι λέγοις Plat. — возможно, что ты прав;
οὐδὲν λέγεις Arph. — ты говоришь вздор;σὺ λέγεις NT. — да, ты правду говоришь4) называть, именовать(τινὰ ἀγαθόν NT.; οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι Xen.; τὰ λεγόμενα στοιχεῖα Arst.)
5) разуметь, подразумеватьπῶς λέγεις ; Plat. — что ты хочешь (этим) сказать?;
ποταμός, Ἀχελῷον λέγω Soph. — (некая) река, а именно Ахелой;τὸν ἄνδρα τὸν σόν, τὸν δ΄ ἐμὸν λέγω πατέρα Soph. — твоего супруга, то-есть моего отца6) означать, значить(τί τοῦτο λέγει; Arph.)
7) декламировать, читать(ποιήματα Plat.)
8) читать вслух(τὸ βιβλίον Plat.; τὸ ψήφισμα Dem.)
9) воспевать(Ἀτρείδας Anacr.)
10) восхвалять, превозносить(τέν ἑαυτοῦ ῥώμην Xen.)
11) приказывать, предписывать(τινὴ ποιεῖν τι Aesch., Soph., Xen. etc.)
λ. μέ ποιεῖν τι NT. — запрещать что-л.12) хорошо говорить, владеть ораторским искусством(λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λ. Eupolis ap. Plut.)
13) передавать (через кого-л.), велеть сказать(Κῦρος ἔπεμπε βίκους οἴνου, λέγων ὅτι … Xen.)
См. также в других словарях:
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein … Deutsch Wikipedia
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek