Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περίκυρτος

См. также в других словарях:

  • περίκυρτος — convex masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκυρτος — ον, Α [κυρτός] αυτός που είναι κυρτός από όλες τις πλευρές, ο εντελώς κυρτός …   Dictionary of Greek

  • περίκυρτον — περίκυρτος convex masc/fem acc sg περίκυρτος convex neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικύρτων — περίκυρτος convex masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκυρτα — περίκυρτος convex neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»