Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περνώ

  • 101 вдёрнуть

    -ну, -нешь, ρ.σ.μ.
    τραβώ, περνώ μέσα•
    περνιέμαι, τραβιέμαι μέσα (από την οπή).

    Большой русско-греческий словарь > вдёрнуть

  • 102 влачить

    -чу, -чишь, ρ.δ.μ.
    1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•

    влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•

    влачить оковы σέρνω τα δεσμά•

    влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.

    2. ζω, διαβιώ•

    влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.

    σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•

    часы -атся οι ώρες περνούν.

    Большой русско-греческий словарь > влачить

  • 103 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 104 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 105 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

  • 106 изведать

    ρ.σ.μ. γνωρίζω, δοκιμάζω, περνώ•

    изведать горе περνώ στενοχώρια.

    Большой русско-греческий словарь > изведать

  • 107 канифолить

    ρ.δ. μ. περνώ με κολοφώνι•

    смычок περνώ το δοξάρι με κολοφώνι.

    Большой русско-греческий словарь > канифолить

  • 108 класть

    кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -ло
    ρ.δ. μ.
    1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•

    раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•

    класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•

    класть на место βάζω στη θέση.

    || καταθέτω•

    класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.

    || αποτυπώνω•

    класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•

    класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.

    2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•

    класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..

    3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•

    класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.

    4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).
    5. ευνουχίζω•

    класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.

    6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•

    класть конец βάζω τέρμα•

    основание βάζω τη βάση•

    класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).

    εκφρ.
    класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•
    класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•
    класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•
    класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•
    - в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•
    себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•
    класть на музыку – μελοποιώ στίχους•
    класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•
    класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.
    (για κότες) γεννώ.

    Большой русско-греческий словарь > класть

  • 109 крайность

    θ.
    1. ακρότητα, εξτρεμισμός•

    переходить от одной -и в другую περνώ από τη μια ακρότητα στην άλλη•

    избежатъ -и αποφεύγω τις ακρότητες•

    впадать в крайность φτάνω στα άκρα.

    2. ανάγκη, ανέχεια, εσχάτη ένδεια•

    жить в -и περνώ πολύ δύσκολη ζωή.

    3. επιτακτικότητα.
    εκφρ.
    до -и – στο έπακρο•
    довести до -и – κάνω κάποιον έξω φρενών•
    в -и – εν ανάγκη, στην ανάγκη.

    Большой русско-греческий словарь > крайность

  • 110 мелькать

    ρ.δ.
    1. τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω. || συναντιέμαι αραιά;
    μτφ. εμφανίζομαι, περνώ (στη συνείδηση)•

    разные мысли -ают в его голове διάφορες σκέψεις περνούν στο κεφάλι του.

    2. διαδέχομαι γρήγορα. || μτφ. περνώ (φεύγω) γρήγορα (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > мелькать

  • 111 мимо

    1. επίρ. δίπλα, πλάι, κοντά• μπροστά•

    мимо прошёл знакомый κοντά μου πέρασε ένας γνωστός•

    он прошёл мимо моего дома αυτός πέρασε. προστά από το σπίτι μου•

    я прошёл мимо вас εγώ πέρασα κοντά σας•

    стрелять мимо цели αστοχώ στη βολή, ξεφεύγω λίγο από το στόχο.

    2. παρακάμπτοντας, αποφεύγοντας.
    3. πρόθ. παρά, κατ αντίθεση, χωρίς, άνευ•

    мимо воли παρά τη θέληση.

    εκφρ.
    пройти мимо – α) περνώ απαρατήρητα, β) περνώ χωρίς να θίξω, αντιπαρέρχομαι, αποσιωπώ•
    пропустить мимо ушей – κάνω πως δεν ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > мимо

  • 112 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 113 навесить

    -вешу, -весишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навешенный, βρ: -шен, -а, -о.
    1. κρεμώ, αναρτώ•

    навесить портреты героев κρεμώ τα πορτρέτα των ηρώων.

    2. περνώ, βάζω•

    навесить дверь περνώ την πόρτα στους μεντεσέδες.

    Большой русско-греческий словарь > навесить

  • 114 натерпеться

    -ерплюсь, -рпишься
    ρ.σ. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ πολλά• κακοπαθαίνω•

    натерпеться горя δοκιμάζω πολλές πίκρες (φαρμάκια)•

    страха περνώ μεγάλο φόβο•

    ну и -лся я с ним υπέφερα πολλά εγώ απ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > натерпеться

  • 115 обогнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обогнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ, βάζω γύρω κάμπτοντας•

    обогнуть обруч вокруг бочки περνώ στεφάνι στο βαρέλι.

    2. παρακάμπτω•

    мыс, остров παρακάμπτω το ακρωτήριο, το νησί.

    Большой русско-греческий словарь > обогнуть

  • 116 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 117 переехать

    -еду, -едешь
    ρ.σ.
    1. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι (με μεταφ. μέσο).
    2. μετοικώ μετακομίζομαι.
    3. μ. πατώ, συνθλίβω, περνώ•

    троллейбус -ал упавшего человека το τρόλεϊ πάτησε τον άνθρωπο, που έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > переехать

  • 118 пережить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. пережил
    -жила, пережило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о κ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ζω•

    больной не -живёт ночь ο άρρωστος δε θα ζήσει ως το πρωί.

    2. ζω περισσότερο από ένα άλλον. || τρώγω το ψωμί μου χάνω•

    писатель -ил свою литературную славу ο συγγραφέας έχασε τη λογοτεχνική του δόξα.

    3. επιζώ, επιβιώνω. || υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ•

    пережить удар судьбы αντέχω στο χτύπημα της τύχης (στα βάσανα).

    4. δοκιμάζω, υφίσταμαι•

    я -ил много υπόφερα (πέρασα) πολλά•

    пережить кризис περνώ κρίση•.- сильные огорчения περνώ μεγάλες πίκρες.

    εκφρ.
    пережить (самого) себя – α) αποθανατίζω τον εαυτό μου. β) χάνομαι, σβήνω, παρακμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пережить

  • 119 перекочевать

    -чую, -чуешь ρ.σ.
    1. μετακινούμαι νομαδικά.
    2. μτφ. (για τόπο διαμονής, εργασία, ασχολία)• αλλάζω, περνώ αλλού•

    -на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > перекочевать

  • 120 перемахнуть

    ρ.σ. (απλ.)
    1. (υπερ)πηδώ (через) канаву πηδώ το χαντάκι•

    перемахнуть плетень πηδώ το φράχτη.

    || περνώ, διαβαίνω ορμητικά.
    2. μετακινούμαι, περνώ, φεύγω από ένα μέρος σε άλλο.
    3. μεταφέρω, διαβιβάζω.
    (απλ.) υπερβάλλω, τα παραλέω.
    αλληλογνεύομαι, κάνομε νεύμα ο ένας τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > перемахнуть

См. также в других словарях:

  • περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • περνώ — περνάω / περνώ, πέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πέρνω — Ν εσφ. γρφ. τού παίρνω …   Dictionary of Greek

  • περνῶ — πέρνημι export for sale pres subj act 1st sg (attic epic doric) περνάω sell pres imperat mp 2nd sg περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρνω — πέρνημι export for sale pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα από κάπου …   Dictionary of Greek

  • καλοξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα μου ευχάριστα, διαχειμάζω καλά …   Dictionary of Greek

  • κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδιαβαίνω — περνώ από κάπου κρυφά, προσπερνώ μυστικά …   Dictionary of Greek

  • ξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκ χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»