Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περνώ

  • 121 пересадить

    -сазу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω να καθίσει αλλού•

    пересадить ученика на другую парту βάζω το μαθητή να καθίσει σε άλλο θρανίο.

    || μεταθέτω, μεταφέρω• τοποθετώ αλλού•

    пересадить в другой вагон μεταφέρω σε άλλο βαγόνι.

    2. μτφ. περνώ.
    3. μεταφυτεύω.
    4. (ιατρ.) μεταμοσχεύω•

    пересадить сердце μεταμοσχεύω καρδιά.

    5. βάζω, περνώ•

    пересадить топор в другое топорище βάζωστο τσεκούρι άλλο στυλιάρι.

    Большой русско-греческий словарь > пересадить

  • 122 перехворать

    ρ.σ.
    1. αδιαθετώ, είμαι ανήμπορος. ασθενώ, είμαι άρρωστος.
    2. περνώ όλες τις αρρώστειες•

    перехворать все детские болезни περνώ όλες τις παιδικές αρρώστειες.

    Большой русско-греческий словарь > перехворать

  • 123 перешагнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ. διασκελίζω, δρασκελίζω υπερπηδώ, περνώ από επάνω. || μτφ. περνώ, διαβαίνω (όριο), σκαπετώ. || παραβαίνω, παραβιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > перешагнуть

  • 124 препроводить

    ρ.σ.μ.
    1. στέλλω με συνοδεία•

    препроводить арестантов στέλλω με συνοδεία τους συλληφθέντες.

    || συναποστέλλω, συνοδεύω. || συμβαδίζω, πηγαίνω μαζί, συνοδεύω.
    2. παλ. περνώ•

    препроводить время περνώ τον καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > препроводить

  • 125 пробежать

    ρ.σ.
    1. τρέχω, • περνώ, διαβαίνω. || διανύω, διατρέχω.
    2. διαδίδομαι, απλώνομαι. || ρέω•

    слезинка -ла по щеке ένα δακράκι έτρεξε στο μάγουλο.

    3. μτφ. επαναφέρω νοερά.
    4. μτφ. διαβάζω στα γρήγορα, στα πεταχτά.
    1. τρέχω λίγο• περνώ, διαβαίνω γρήγορα.
    2. διατρέχω, διανύω γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > пробежать

  • 126 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

  • 127 проторчать

    -чу, -чишь
    ρ.σ. (απλ.) περνώ, ζω•

    проторчать зиму περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω•, проторчать лето ξεκαλοκαιριάζω.

    Большой русско-греческий словарь > проторчать

  • 128 сквозь

    1. πρόθ. από (μέσα) ή μεσ απο•

    сеять сквозь сито περνώ από το κόσκινο (τη σίτα), κοσκινίζω•

    пробираться сквозь толпу περνώ μέσ από το πλήθος•

    смотреть сквозь дверную щель κοιτάζω από τη χαραμάδα της πόρτας•

    сквозь рыданья мать произнесла два слова μεσ από τους λυγμούς η μάνα πρόφερε δυο λόγια.

    2. επίρ. βλ. насквозь.

    Большой русско-греческий словарь > сквозь

См. также в других словарях:

  • περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • περνώ — περνάω / περνώ, πέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πέρνω — Ν εσφ. γρφ. τού παίρνω …   Dictionary of Greek

  • περνῶ — πέρνημι export for sale pres subj act 1st sg (attic epic doric) περνάω sell pres imperat mp 2nd sg περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρνω — πέρνημι export for sale pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα από κάπου …   Dictionary of Greek

  • καλοξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα μου ευχάριστα, διαχειμάζω καλά …   Dictionary of Greek

  • κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδιαβαίνω — περνώ από κάπου κρυφά, προσπερνώ μυστικά …   Dictionary of Greek

  • ξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκ χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»