Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

περνώ

  • 41 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 42 проплыть

    ρ.σ.
    1. κολυμπώ, διανύω απόσταση κολυμπώντας•

    проплыть до середины реки κολυμπώ ως τη μέση του ποταμού•

    проплыть пятьсот метров κολυμπώ πεντακόσια μέτρα.

    2. περνώ, διαβαίνω κολυμπώντας•

    проплыть маяк κολυμπώντας περνώ το φάρο.

    3. πετώ (ϊπταμαι) ομαλά, ήρεμα. || περνώ ομαλά.
    4. μτφ. περνώ αλληλοδιαδόχως.
    5. πλέω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проплыть

  • 43 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 44 вдевать

    вдевать
    несов περνώ, διαπερνώ, βάζω:
    \вдевать ни́тку в иголку περνῶ τήν κλωστή στή βελόνα; \вдевать но́гу в стремя περνώ (или βάζω) τό πόδι στον ἀναβολέα.

    Русско-новогреческий словарь > вдевать

  • 45 надевать

    надевать
    несов φορώ, βάζω, περνῶ:
    \надевать шу́бу βάζω τή γούνα· \надевать шляпу βάζω τό καπέλλο μου· \надевать платье φορῶ τό φουστάνι· \надевать в рукава περνῶ τά μανίκια· \надевать жакет внакидку ρίχνω τή ζακέτα στους ὠμους· \надевать кольцо βάζω τό δαχτυλίδι, περνῶ τό δαχτυλίδι· \надевать очки́ βάζω τά γιαλιά μου· \надевать траур φορῶ πένθος, μαυροφορώ.

    Русско-новогреческий словарь > надевать

  • 46 протекать

    протека||ть
    несов
    1. (о реке, ручье) περνώ, κυλώ, τρέχω·
    2. (просачиваться) (δια)περνῶ:
    вода́ \протекатьет в подвал τό νερό περνάει στό ὑπόγειο·
    3. (пропускать воду) βάζω νερό, στάζω, τρέχω:
    крыша \протекатьет ἡ στέγη βάζει νερό·
    4. (о времени и т. ἡ.) περνώ, παρέρχομαι·
    5. (о процессе и т. п.) προχωρώ, ἐξακολουθώ.

    Русско-новогреческий словарь > протекать

  • 47 вдеть

    вдену, вденешь, προστκ. вдень ρ.σ.μ.
    περνώ,διαπερνώ, περνώ μέσα απο•

    вдеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι.

    περνιέμαι, διαπερνιέμαι•

    нитка -лась в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι, βελονιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > вдеть

  • 48 дотянуть

    -яну, -янвшь ρ.σ.μ.
    1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.
    2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•

    дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.

    3. τραβώ ως το τέλος.
    4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•

    больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.

    5. βραδύνω, παρατείνω.
    6. περνώ, τα βολεύω.
    1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.
    3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > дотянуть

  • 49 изжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -о
    κ. изжитой, βρ: -жит, -а
    -ο; ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, ξεριζώνω•

    изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.

    2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•

    он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•

    изжить горе περνώ φαρμάκια•

    изжить печали περνώ θλίψη.

    εκφρ.
    он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.
    ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > изжить

  • 50 насадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω.
    2. βάζω, θέτω.
    3. βάζω να καθίσει• τοποθετώ.
    4. βάζω, περνώ στειλιάρι(λαβή) σε εργαλείο•

    насадить топор на топорище βάζω στειλιάρι στο τσεκούρι.

    || διαπερώ, τρυπώ, περνώ•

    -утку на вертел περνώ πάπια στο σουβλί.

    5. χώνω, βάζω (από πάνω προς τα κάτω), φορώ. || ράβω•

    насадить пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    6. βλ. насаждать. || πληρώ, γεμίζω• πληθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > насадить

  • 51 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 52 перекинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•

    перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.

    2. ρίχνω μακρύτερα.
    3. κατασκευάζω, φτιάχνω•

    перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.

    4. μεταθέτω.
    5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.
    1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•

    огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).
    2. κατασκευάζομαι•

    ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.

    3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
    4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•

    перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.

    5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες.

    Большой русско-греческий словарь > перекинуть

  • 53 перелезть

    -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. перелез
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περνώ σκαρφαλώνοντας•

    перелезть плетень σκαρφαλώνοντας περνώ το φράχτη.

    2. περνώ, διέρχομαι με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перелезть

  • 54 переползти

    -лзу, -лзшь, παρλθ. χρ. переполз
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. περνώ έρποντας•

    через дорогу περνώ το δρόμο έρποντας, της κοιλιάς.

    || διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω αργά, με δυσκολία.
    2. έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά.

    Большой русско-греческий словарь > переползти

  • 55 пересечь

    -секу, -сечшь, -секут, παρλθ. χρ. переск, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διατέμνω, κόβω•

    пересечь вервку κόβω την τριχιά.

    2. διασχίζω, διέρχομαι, διαβαίνω, περνώ•

    пересечь линию фронта περνώ τη γραμμή του μετώπου•

    пересечь улицу περνώ το δρόμο.

    3. διασταυρώνω.
    4. εμποδίζω, φράζω•

    пересечь дорогу кому-н κόβω το δρόμοκάποιου.

    διασταυρώνομαι•

    улицы -клись οι οδοί διασταυρώθηκαν•

    οι γραμμές διασταυρώθηκαν. || μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι, σταματώ•

    разговор перескся η συνομιλία διακόπηκε.

    -секу, -сечёшь
    -секут, παρλθ. χρ. пересёк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересечённый, βρ: -чён, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω (όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересечь

  • 56 продвинуть

    ρ.σ.
    1. προωθώ, μετακινώ. || περνώ•

    продвинуть стол через дверь περνώ το τραπέζι από την πόρτα.

    2. μτφ. προωθώ•

    продвинуть дело προωθώ την υπόθεση.

    || προάγω, προβιβάζω•

    по службе προάγω στην υπηρεσία.

    1. κινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι•

    враг -лся на 10 километров ο εχθρός προωθήθηκε κατά 10 χιλιόμετρα.

    || περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, πηγαίνω• εισδύω•

    с трудом он -лся в окно με δυσκολία αυτός πήγε στο παράθυρο.

    2. μτφ. προωθούμαι•

    дело -лось η υπόθεση προωθήθηκε.

    || προάγομαι, προβ ιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > продвинуть

  • 57 продеть

    ρ.σ.μ. περνώ•

    продеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι•

    продеть голову в хомут περνώ (βάζω) τη λαιμαριά.

    περνιέμαι, διέρχομαι•

    нитка -лазь в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι.

    Большой русско-греческий словарь > продеть

  • 58 промчать

    ρ.σ.
    1. μεταφέρω με μεγάλη ταχύτητα.
    2. περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζοντας.
    περνώ με μεγάλη ταχύτητα, καλπάζω. || διανύω, τρέχω γρήγορα..
    (για χρόνο) περνώ γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > промчать

  • 59 пронестись

    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω ταχύτατα, καλπάζοντας. || μτφ. περνώ•

    -елась мысль πέρασε η σκέψη.

    2. μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•

    день -сся быстро η μέρα πέρασε γρήγορα•

    детство -лось τα παιδικά χρόνια πέρασαν.

    3. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    -сся слух διαδόθηκε η φήμη•

    -сся крик ακούστηκε κραυγή•

    -лась весть διαδόθηκε η είδηση.

    Большой русско-греческий словарь > пронестись

  • 60 терпеть

    терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о
    ρ.δ.
    1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•

    терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•

    терпеть боль βαστώ τον πόνο•

    -и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.

    || ανέχομαι, σηκώνω•

    он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•

    он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•

    дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.

    2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•

    терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•

    -поражение δοκιμάζω ήττα•

    терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•

    терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•

    терпеть лишения περνώ στερήσεις.

    || περιμένω, καρτερώ•

    дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•

    время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•

    время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.

    εκφρ.
    бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).
    ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > терпеть

См. также в других словарях:

  • περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • περνώ — περνάω / περνώ, πέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πέρνω — Ν εσφ. γρφ. τού παίρνω …   Dictionary of Greek

  • περνῶ — πέρνημι export for sale pres subj act 1st sg (attic epic doric) περνάω sell pres imperat mp 2nd sg περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περνάω sell pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρνω — πέρνημι export for sale pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα από κάπου …   Dictionary of Greek

  • καλοξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα μου ευχάριστα, διαχειμάζω καλά …   Dictionary of Greek

  • κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • κρυφοδιαβαίνω — περνώ από κάπου κρυφά, προσπερνώ μυστικά …   Dictionary of Greek

  • ξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκ χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»