-
1 περκάς
περκάςfem nom sg -
2 περκάς
-
3 πέρκας
πέρκᾱς, πέρκαfem acc plπέρκᾱς, πέρκαfem gen sg (doric aeolic)πέρκᾱς, πέρκηperch: fem acc plπέρκᾱς, πέρκηperch: fem gen sg (doric aeolic) -
4 περκάδα
περκάςfem acc sg -
5 περκνός
Grammatical information: adj.Meaning: `spotted, having dark spots', also as name of a kind of eagle (Ω 316, Hp., Arist.).Derivatives: ἐπί-περκνος `somewhat spotted' (X.,; Strömberg Prefix Studies 105). - Beside it πέρκος m. `kind of eagle' (Arist.), πέρκη f. `redfin perch, Perca fluviatilis' (Emp., Com., Arist.) with - ίς, - ίον, - ίδιον (Com., pap., Dsc.); περκάς adj. f., attribute of κίχλη, prob. as fishname (Eratosth.). Denominatives. a. περκάζω, - ομαι, also w. ὑπο-, ἐπι-, ἐν-, `to start getting dark spots, to start ripening', act. also `to colour dark' (η 126, Thphr., LXX); b. περκαίνω, - ομαι ( ἐμ-) `id.' (E., H.); c. ἀπο-περκόομαι `to become dark', of ripening grapes (S. Fr. 255, 6). Here περκώματα τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου ποικίλματα H.; after Krahe IF 58, 225 also Περκώτη f. town in Mysia. -- Beside it 1. with zerograde: πρακνόν μέλανα H.; 2. with diff., prob. secondary full grade: πρεκνόν ποικιλόχροον ἔλαφον H., to which 3. with o-ablaut πρόξ, - κός f. (s. v.) and προκάς f. `deer- or roe-like animal', Πρόκνη PN "the nightingale" or "swallow", Radke P.-W. 23, 250; 4. with lengthened grade πρωξ, - κός f. `drop of dew' (s. v.).Etymology: The substantival πέρκος, πέρκη presuppose an adj. *περκός, to which f. περκάς, as λεῦκος, λεύκη from λευκός, f. λευκάς. From *περκός also περκ-άζω, - αίνω, - όομαι (like λευκ-αίνω a.o.). Beside it with ν-suffix περκ-νός like the synonymous ἐρεμ-νός, κελαι-νός a.o. (Chantraine Form. 194; cf. below). -- Old inherited family with representatives in several languages, where esp. the many animal names are remarkable. With πρακνόν agree except for the ending both Skt. pŕ̥śni-'spotted, variegated' as a Germ. name of the trout, OHG forhana (to which with l-suffix the dimin. Forelle), OE forn(e) f., IE *pr̥ḱ-n-. A full grade agreement gives the Swed. fishname färna f., IE *perḱ-n- like περκ-ν-ός. With *περκός, πέρκος a Celt. word can be identified: MIr. erc (Wesh erch) `spotted, dark-red', as subst. `salmon, trout', also `cow, lizard'. -- Another representative is the Germ. word for `vatiegated, colourful' and `colour' in OHG faro, farawa, IE *porḱ-u̯ó-; one must certainly also consider Lat. pulc(h)er `beautiful' from * pelc-ro-s or * polc-ro-s (with dissim.); IE *perḱ-, resp. *porḱ- or *pr̥ḱ-. On the formation also Borgström NTS 16, 141 f. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 45 f., Pok. 820f., W.-Hofmann s. pulc(h)er and 2. porcus. Older lit. also in Bq. Cf. also πάπραξ.Page in Frisk: 2,515-516Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > περκνός
См. также в других словарях:
περκάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκάς — ἡ, Α θηλ. τού πέρκος* («περκάδα κίχλην», Ερατοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρκος + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πέρκας — πέρκᾱς , πέρκα fem acc pl πέρκᾱς , πέρκα fem gen sg (doric aeolic) πέρκᾱς , πέρκη perch fem acc pl πέρκᾱς , πέρκη perch fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκάδα — περκάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Κουμπάν — (Kuban). Ποταμός (940 χλμ.) της Ρωσίας, στην περιοχή Σταυρούπολης και Κρασνοντάρ. Πηγάζει από την οροσειρά του Καυκάσου. Σχηματίζεται από τη συμβολή των ποταμών Ουλουκάμ και Ουτσκουλάν και εκβάλλει στον κόλπο Τεμριούκ της Αζοφικής θάλασσας. Έχει… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek