Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περι-αρμόζω

  • 1 περι-αρμόζω

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περι-αρμόζω

  • 2 ἁρμόζω

    ἁρμόζω (ἄρω, ἅρμα, ἁρμός, ἁρμόδιος), attisch praes. meist ἁρμόττω; fügen, ordnen, passen. – Hom. viermal: med. Od. 5, 162 δούρατα ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ σχεδίην, füge zusammen; act. transit. 5, 247 τέτρηνεν πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν, vgl. Scholl.; act. intransit. Iliad. 3, 333 ϑώρηκα περὶ στήϑεσσιν ἔδυνεν· ἥρμοσε δ' αὐτῷ, er paßte ihm; 17, 210 Ἔκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ – Bei den Folgd. –: 1) anfügen, zusammenfügen, ναυπηγίαν Eur. Cycl. 459; ἐπὶ γαίας ἁρμόσαι πόδας, die Füßc auf den Boden setzen, Or. 233; τί τινι, Pind. βίοτον σφίσι N. 7, 98; χαίταν στεφάνοις I. 6, 39; umgekehrt, ῥόδον κροτάφοις Anacr. 42, 9; πόδας ἐπὶ γαίας, die Füße auf die Erde setzen, Eur. Or. 233; ποδὸς ἴχνια, hintreten, Simon. 26 (VII, 253); Plat. nur Phil. 56 a τὸ σύμφωνον; ἔπεα, vom Dichter, Pind. P. 3, 114. Bes. ἄνδρα κόρᾳ, verheirathen, Pind. P 9, 121; γάμον 9, 13; ϑυγατέρα τινί, Einem die Tochter verloben, Her. 9, 108; vgl. Poll. 3, 34 ὁ πενϑερὸς ἐγγυᾷ, ἁρμόζει; med., sich vermählen mit, Her. 5, 47 u. öfter; ἅρμοσται τὴν ϑυγατέρα 3, 137, mit ihr vermählt sein; οὐδ' ἥρμοζε νυμφίῳ τινί Eur. El. 24. – 2) ordnen, befehlen, στρατόν Pind. N. 8, 11; bes. von den Lacedämonischen Befehlshabern, den Harmosten, πόλιν, auch ἐν τῇ πόλει, Xen. Lac. 14, 2; Ael. H. A. 13, 21. Von Instrumenten, stimmen, λύραν ἐπίτειν' ἕως ἂν ἁρμόσῃ Mach. Ath. VII, 346, was nachher συμφωνεῖν heißt; wie Plat. auch das med. braucht, λύραν Rep. I, 349 e; Ar. Equ. 984; ἁρμονίαν Plat. Rep. IX, 591 d; λύρα ἡρμοσμένη Phaed. 85 e; aber Lach. 193 b ist ἡρμόσμεϑα pass.; komisch, κονδύλοις ἡρμοττόμην Ar. Equ. 1236, ich wurde mit Faustschlägen gestimmt, d. i. erzogen. – 3) Am gew. intrans., passen, bequem sitzen, von Kleidern u. Waffen, Xen. Cyr. 2, 1, 16 ϑώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων; ἱμάτια καὶ ὑποδήματα Plat. Soph. 262 d; Ar. Th. 263 u. sonst. Uebh. angemessen sein, καὶ πρέπον εἶναι, Plat. Gorg. 503 e Lach. 188 d; εἰ μὴ τάδε πᾶσιν ἁρμόσει Soph. Ant. 1303; vgl. O. R. 902 Tr. 728. Gew. mit dat.; εἴς τι, Plat. Polit. 289 b; πρός τι, Ar. Av. 567; Dem. 61, 24; Pol. 1, 26, 4, der auch das med. so construirt, sich nach etwas fügen; ἁρμόττει ἐμοὶ εἰπεῖν Dem. 24, 4; vgl. 18, 42; – ἁρμόζων, passend, angemessen, ξείνια Pind. P. 4, 129; λόγοι, = σύμμετροι, Isocr. 4, 83; καιρὸς καὶ τόπος Pol. 5, 98, 11; vgl. 2, 16, 15; auch mit dem gen., 1, 44, 4.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἁρμόζω

  • 3 ἁρμόζω

    ἁρμόζω, [dialect] Att. [full] ἁρμόττω, [dialect] Dor. [full] ἁρμόσδω Theoc.1.53 ([etym.] ἐφ-); part.
    A

    ἁρμόσσον Hp.Art.37

    : [tense] impf. ἥρμοζον, [dialect] Dor.

    ἅρμ- Pi.N.8.11

    : [tense] fut.

    ἁρμόσω S.Ant. 1318

    (lyr.), Hp.Fract.31, Ar.Th. 263: [tense] aor.

    ἥρμοσα Il.3.333

    , etc., [dialect] Dor.

    ἅρμοξα Pi.N.10.12

    ([etym.] συν-): [tense] pf.

    ἥρμοκα Arist.Po. 1459b32

    :— [voice] Med., [dialect] Ep. imper.

    ἁρμόζεο Od.5.162

    ,

    - όζου Philem.187

    : [tense] fut.

    - όσομαι Gal.10.971

    : [tense] aor.

    ἡρμοσάμην Hdt.5.32

    , etc., [dialect] Dor.

    ἁρμοξάμην Alcm.71

    : —[voice] Pass., [tense] pf.

    ἥρμοσμαι E.Ph. 116

    (lyr.), Pl.La. 193d, [dialect] Ion.

    ἅρμοσμαι Hdt.2.124

    ; [dialect] Dor. inf.

    ἁρμόχθαι Ocell.

    ap. Stob.1.13.2; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.

    ἅρμοκται Ecphant.

    ap. Stob.4.7.64: [tense] aor.

    ἡρμόσθην Pl.Phd. 93a

    , [dialect] Dor.

    ἁρμόχθην D.L.8.85

    : [tense] fut.

    ἁρμοσθήσομαι S.OC 908

    :—fit together, join, esp. of joiner's work, ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν (sc. τὰ δοῦρα) Od.5.247 (also in [voice] Med., put together, ἁρμόζεο χαλκῷ εὐρεῖαν σχεδίην ib. 162;

    ναυπηγίαν ἁρμόζων E.Cyc. 460

    ;

    ἁρμόζειν χαίταν στεφάνοισι Pi.I.7

    6).39;

    ἀρβύλαισιν ἁ. πόδα E.Hipp. 1189

    ; ἁ. πόδα ἐπὶ γαίας plant foot on ground, Id.Or. 233;

    ἁ. ποδὸς ἴχνια Simon.182

    ; ἐν ἁσυχαία βάσει βάσιν ἅρμοσαι ([tense] aor. imper. [voice] Med.) S.OC 198;

    στόμ' ἅρμοσον

    kiss,

    E.Tr. 763

    ; ἁ. ψαλίοις ἵππους furnish them with.., Id.Rh.27 (lyr.).
    b generally, adapt, accommodate, ἁ. δίκην εἰς ἕκαστον award each his just due, Sol.36.17; σφισὶν βίοτον ἁ. accord them life, Pi.N.7.98; apply a remedy, S.Tr. 687; make ready,

    τοὐπτάνιον Hegesipp.

    Com.1.19:—[voice] Med., accommodate, suit oneself, πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ' ἁρμόζου τύχην Philem.l.c.;

    πρός τινα Luc.Merc.Cond.30

    ; ἁ. σύνεσιν acquire it, Hp. Lex2.
    2 of marriage, betroth, Hdt.9.108;

    ἁ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117

    ; ἁ. γάμον, γάμους, ib.13, E.Ph. 411:—[voice] Med., betroth to oneself, take to wife,

    τὴν θυγατέρα τινός Hdt.5.32

    ,47 (but [voice] Med. = [voice] Act., 2 Ep.Cor.11.2);

    ἁ. ὡς ἐὰν αἱρῆται γάμῳ POxy.906.7

    (ii/iii A. D.):—[voice] Pass., ἁρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα have her betrothed or married to one, Hdt.3.137; ὡς ἐκείνῳ τῇδέ τ' ἦν ἡρμοσμένα as troth was plighted between him and her, S.Ant. 570.
    3 bind fast,

    ἁ. τινὰ ἐν ἄρκυσι E.Ba. 231

    .
    4 set in order, regulate, govern,

    στρατ όν Pi.N.8.11

    :—[voice] Pass.,

    [νόμοις] οὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται S.OC 908

    ; κονδύλοις ἡρμοττόμην I was ruled or drilled with cuffs, Ar.Eq. 1236.
    b in the Spartan Constitution, act as harmost,

    ἐν ταῖς πόλεσιν X.Lac.14.2

    , etc.: c. acc.,

    ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν Luc.Tox.17

    .
    5 in Music, tune instruments,

    τὸ σύμφωνον Pl.Phlb. 56a

    , etc.:—[voice] Med.,

    ἁρμόττεσθαι ἁρμονίαν Id.R. 591d

    ; ἁ. λύραν tune one's lyre, ib. 349e;

    Δωριστὶ ἁ. λύραν Ar.Eq. 989

    ;

    αὐλόν Luc.Harm.1

    (but μέλη ἔς τι ἁ. adapt them to a subject, Simon. 184):—[voice] Pass., of the lyre,

    ἡρμόσθαι

    to be tuned,

    Pl.Tht. 144e

    , cf. Phd. 85e;

    ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμ. Id.La. 188d

    ;

    ὁμονοητικὴ καὶ ἡρμοσμένη ψυχή

    at harmony with itself,

    Id.R. 554e

    .
    6 compose,

    ᾆσμα Philostr.Her.19.17

    .
    II intr., fit well, of clothes or armour, ἥρμοσε δ' αὐτῷ [θώρηξ] Il.3.333;

    Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ 17.210

    ;

    ἐσθὰς ἁρμόζοισα γυίοις Pi.P.4.80

    ; ἆρ' ἁρμόσει μοι (sc. τὰ ὑποδήματα); Ar.Th. 263; τοῖς τρόποις ἁ. ὥσπερ περὶ πόδα fit like a shoe, Pl. Com.129;

    θώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων X.Cyr.2.1.16

    .
    b Math., coincide with, c. dat., Papp.612.14; correspond, Hero Aut.1.4.
    2 suit, be adapted for,

    τινί S.OT 902

    (lyr.), El. 1293, And.4.6; τόδ' οὐκ ἐπ' ἄλλον ἁρμόσει shall not be adapted to another, S.Ant. 1318;

    κἂν ἐπὶ τῶν θηρίων ἁρμόσειε λόγος Arist.Pol. 1281b19

    ; εἴς τι, πρός τι, Pl. Plt. 289b, 286d;

    πρὸς τὰς συνουσίας Isoc.2.34

    , cf. D.61.24; of medicines, Dsc.1.2, al.; of an argument, apply, Arist.Ph. 209a9, al.;

    τὸ τοῦ Ξενοφάνους ἁρμόττει

    is applicable,

    Id.Rh. 1377a19

    .
    3 impers., ἁρμόζει it is fitting, c. acc. et inf.,

    σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε S.Tr. 731

    : c.inf. only,

    λόγους οὓς ἁρμόσει λέγειν D.18.42

    ;

    πάντα τὰ τοιαῦτα ἁρμόττει καλεῖν Id.21.166

    ;

    οὔτε ἁ. μοι οἰκεῖν μετὰ τοιούτων Id.40.57

    ;

    τὰ τοιαῦτα ῥηθῆναι μάλιστ' ἂν ἁρμόσειεν Isoc.9.72

    .
    4 part. ἁρμόζων, ουσα, ον, fitting, suitable, Pi.P.4.129; ἡ ἁρμόζουσα ἀπόφασις the appropriate verdict, Archim.Sph.Cyl. 1 Praef.;

    ἀλλήλοις Pl.La. 188d

    , al.: c. gen., Plb.1.44.1;

    πρός τι X.Mem.4.3.5

    , etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρμόζω

  • 4 περιαρμόζω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > περιαρμόζω

  • 5 περιαρμοζω

        1) прилаживать, прикреплять, приделывать
        

    (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.)

        πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph.прицепив себе бороды

        2) плотно прилегать
        

    (προσμένειν καὴ π. τινί Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > περιαρμοζω

  • 6 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 7 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 8 ἀρβύλη

    ἀρβύλη, , starke Schuhe, die den ganzen Fuß bis an die Knöchel bedeckten, wie sie Jäger, Landleute, Reisende Trugen, Aesch. Ag. 918 frg. 239. Bei Eur. Hipp. 1189 wird ἀρβύλαι von Eustath. erkl. τὸ περὶ τὴν ἄντυγα τοῠ ἅρματος μέρος, ἔνϑα ἡ τοῦ ἡνιόχου στάσις ἐστίν (Ableitung von ἁρμόζω bei Schol. Theocr. 7, 26, wofür Hesych. Form ἁρμύλη zu sprechen scheint).

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀρβύλη

См. также в других словарях:

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • περιπρέπω — Μ εναρμονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»