-
1 περιήρμοσεν
περϊήρμοσεν, περιαρμόζωfasten: aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
2 περι-αρμόζω
περι-αρμόζω, ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.
См. также в других словарях:
περιήρμοσεν — περϊήρμοσεν , περιαρμόζω fasten aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)