-
21 sınırlanma
περιορισμός, περιστολή -
22 ограничение
ограничение с о περιορισμός· без \ограниченией χωρίς περιορισμού· \ограничение ядерных (стратегических) вооружений о περιορισμός πυρηνικών ( στρατηγικών) όπλων* * *сο περιορισμόςбез ограниче́ний — χωρίς περιορισμού
ограниче́ние я́дерных (стратеги́ческих) вооруже́ний — ο περιορισμός πυρηνικών (στρατηγικών) όπλων
-
23 restriction
[-ʃən]1) (a rule etc that limits or controls: Even in a free democracy a person's behaviour must be subject to certain restrictions.) περιορισμός2) (the act of restricting: restriction of freedom.) περιορισμός -
24 ущемление
-я ουδ.1. πίεση, θλίψη, μάγκωμα.2. περιορισμός, στραγγαλισμός•ущемление прав ο περιορισμός των δικαιωμάτων.
-
25 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
26 вывоз
1. (отправка, доставка) η μεταφοράη μετακόμιση2. эк. η εξαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вывоз
-
27 лимитация
ο περιορισμός, το όριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лимитация
-
28 локализация
ο προσδιορισμός, ο εντοπισμός, ο περιορισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > локализация
-
29 ограниченность
ο περιορισμός, η στενότητα, η ανεπάρκεια-ый περιορισμένος, οριοθετημένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограниченность
-
30 ответственность
η ευθύν/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответственность
-
31 свёртывание
1. (прекращение деятельности) о περιορισμός, η μείωση 2. (в рулон) το τύλιγμα (σε ρολό) 3 (крови) η πήξη/το πήξιμο (του αίματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свёртывание
-
32 удержание
I.(вычет, удержанная сумма) η (παρα)κράτησηII. 1. (в каких-л. пределах) о περιορισμός, η συγκράτηση 2. (в памяти, системе и т.п) η συγκράτηση, η διατήρηση, η αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удержание
-
33 ущемление
1. (сжатие, сдавливание) η πίεση, η σύνθλιψη, το μάγκωμα 2. (стеснение, ограничение) ο περιορισμός, ο στραγγαλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ущемление
-
34 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
35 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
36 домашний
домашн||ий1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:\домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:\домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):\домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου. -
37 зажим
зажимм1. (действие) τό ἄδραγμα, τό σφίξιμο/ перен ἡ κατάπνιξη [-ις], τό πνίξιμο, ὁ περιορισμός:\зажим критики τό πνίξιμο τῆς κριτικῆς·2. (приспособление) ὁ σφιχτήρας, ὁ συσφιγκτήρας. -
38 ограничение
ограничениес ὁ περιορισμός:без \ограничениеий χωρίς περιορισμούς, ἄνευ περιορισμών. -
39 свертывание
свертываниес1. τό τύλιγμα, τό δίπλωμα·2. (производства и т. п.) ὁ περιορισμός, ἡ μείωση [-ις]·3. (сгущение) τό πήξιμο, ἡ πήξη [-ις]/ ἡ θρόμβωση [-ις] (тк. крови)/ τό κόψιμο τοῦ γάλακτος (молока). -
40 сковаииость
сков||аииостьж ἡ δέσμευση [-ις]/ ἡ στενοχώρια, ὁ περιορισμός (стеснение):\сковаииость движений ἡ δυσκινησία, ἡ δέσμευση των κινήσεων.
См. также в других словарях:
περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek
περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)