Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρατηγικών

См. также в других словарях:

  • στρατηγικῶν — στρατηγικός of fem gen pl στρατηγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Aelianus Tacticus — (Gr. polytonic|Αιλιανός Τακτικός) was a Greek military writer of the 2nd century, resident at Rome. Aelian s military treatise in fifty three chapters on the tactics of the Greeks (polytonic|Περί Στρατηγικών Τάξεων Ελληνικών), is dedicated to… …   Wikipedia

  • Polyaenus — For the wasp genus, see Polyaenus (wasp) Polyaenus (in Greek Πoλυαινoς) was a 2nd century Macedonian author, known best for his Stratagems in War (in Greek, Στρατηγηματα), which has been preserved. The Suda rf|1|suda calls him a rhetorician, and… …   Wikipedia

  • Eliano el Táctico — Saltar a navegación, búsqueda Para el escritor romano, véase Claudio Eliano. Eliano el Táctico (Gr. Αιλιανός Τακτικός) fue un escritor militar griego del Siglo II, residente en Roma. Eliano escribió un tratado de 23 capítulos en los que describía …   Wikipedia Español

  • Элиан Тактик — (др. греч. Αἰλιανός ὁ Τακτικός) (жил на рубеже I и II вв. н. э.) римский военный писатель греческого происхождения. Написанный им на греческом языке военный трактат др. греч. Περί Στρατηγικών Τάξεων Ελληνικών, «О тактических построениях греков»… …   Википедия

  • αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»