-
61 constraint
French\ \ contrainte; liaison; conditionGerman\ \ NebenbedingungDutch\ \ beperking; restrictieItalian\ \ vincoloSpanish\ \ vínculo; restricciónCatalan\ \ vincle; restriccióPortuguese\ \ restriçãoRomanian\ \ -Danish\ \ begrænsning; restriktionNorwegian\ \ føring; betingelseSwedish\ \ bivillkorGreek\ \ περιορισμόςFinnish\ \ rajoitusHungarian\ \ kényszerTurkish\ \ kısıtEstonian\ \ kitsendusLithuanian\ \ apribojimas; sąlygaSlovenian\ \ omejitevPolish\ \ ograniczenieRussian\ \ ограничениеUkrainian\ \ обмеження; умова обмеженняSerbian\ \ -Icelandic\ \ skilyrði; skorðaEuskara\ \ murrizketakFarsi\ \ gheydPersian-Farsi\ \ قيدArabic\ \ تقييد ، قيدAfrikaans\ \ beperkingChinese\ \ 约 束Korean\ \ 제약(조건) -
62 hard clipping
= hard limitingFrench\ \ -German\ \ -Dutch\ \ hard clipping [limiting]Italian\ \ taglio nettoSpanish\ \ -Catalan\ \ retallat [limitació] fort(a)Portuguese\ \ compressão radical; corte radicalRomanian\ \ -Danish\ \ hård klipning [begrænsende]Norwegian\ \ hard klipping [begrense]Swedish\ \ klippa [begränsa]Greek\ \ σκληρό ψαλίδισμα [περιορισμός]Finnish\ \ kova leikkaus signaalinkäsittelyssä; rajoittaminenHungarian\ \ kemény kapcsolás [korlátozás]Turkish\ \ aşırı kırpma [sınırlama]Estonian\ \ kärpimine [tugev]Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ silne wycinanieRussian\ \ жесткие ограниченияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ harður úrklippa [takmarka]Euskara\ \ gogor mozketa [mugatuz]Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ القصاصة الشديدة للتحديدAfrikaans\ \ harde snoeiing; harde beperkingChinese\ \ 硬 剪 短 ( 限 制 )Korean\ \ - -
63 linear constraint
French\ \ contrainte linéaire; liaison linéaire; restriction linéaireGerman\ \ lineare NebenbedingungDutch\ \ lineaire restrictieItalian\ \ vincolo lineareSpanish\ \ vínculo lineal; restricción linealCatalan\ \ restricció linealPortuguese\ \ restrição linearRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ linjärt bivillkorGreek\ \ γραμμικός περιορισμόςFinnish\ \ lineaarinen rajoite; l. rajoitusHungarian\ \ lineáris megkötöttségTurkish\ \ doğrusal kısıtEstonian\ \ lineaarne kitsendusLithuanian\ \ tiesinis apribojimas; tiesinė sąlygaSlovenian\ \ -Polish\ \ liniowy warunek ograniczającyRussian\ \ линейное ограничениеUkrainian\ \ лінійне обмеженняSerbian\ \ линеарно ограничењеIcelandic\ \ línuleg þvingunEuskara\ \ murriztapen linealFarsi\ \ m hdoodiy te kh ttiPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ قيد خطيAfrikaans\ \ lineêre beperkingChinese\ \ 线 性 约 束Korean\ \ 선형제약 -
64 ограничение
[αγκρανιτσιένιιε] ουσ ο περιορισμός -
65 скованность
[σκόβανναστ'] ουσ θ περιορισμός -
66 вооружение
-я ουδ.εξοπλισμός, -ση, αρμάτωμα•вооружение армии εξοπλισμός του στρατού•
сокращение -ий περιορισμός των εξοπλισμών.
|| εφοδιασμός•техническое вооружение предприятия τεχνικός εξοπλισμός της επιχείρησης•
парусное вооружение корабля εφοδιασμός του πλοίου με καραβόπανα.
-
67 домашний
-яя, -ее, επ.1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•
домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•
-ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•
-яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•
-ие туфли παντόφλες•
домашний обед σπιτίσιο φαγητό•
-ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•
домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•
домашний врач οικογενειακός γιατρός•
-яя жизнь οικιακή ζωή•
по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•
домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•
-ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.
2. κατοικίδιος, ήμερος•-ие животные κατοικίδια ζώα•
-яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•
-ие голубы τα ήμερα περιστέρια.
3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•домашний че-ловк δικός άνθρωπος.
4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ. -
68 интернирование
-я ουδ.κράτηση, κατακράτηση, περιορισμός (ξένου στρατιωτικού τμήματος). -
69 кружковщина
-ы θ.περιορισμός, στενότητα, περιορισμένη δράση• απομόνωση. -
70 лимитация
-и θ.περιορισμός• όριο. -
71 ограничение
-я ουδ.περιορισμός• περιστολή• ελάττωση. || χαλιναγώγηση• σφίξιμο. -
72 приуменьшение
-я ουδ.μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα περιορισμός. -
73 самоуплотнение
-я ουδ.αυτοσυσπείρωση, αυτοσυμπύκνωση (θεληματικός περιορισμός του χώρου). -
74 сведение
сведение 1-я ουδ.1. πληροφορία, είδηση•по -ям печати κατά τις πληροφορίες του τύπου•
сведение получить важные сведение παίρνω σοβαρές πληροφορίες•
достоверные -я αξιόπιστες πληροφορίες•
сведение собирать -я συγκεντρώνω πληροφορίες.
|| στοιχείο• δεδομένο•статистические -я στατιστικά στοιχεία.
2. πλθ. -я γνώσεις•элементарные -я по физике στοιχειώδεις γνώσεις φυσικής.
3. κατατόπιση, ενημέρωση•к вашему -ю για πληροφοριακό χαρακτήρα, για ενημέρωση•
сведение принять к -ю παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.
сведение 2-я ουδ.1. κατέβασμα, κατάβαση.2. μεταφορά με επιστροφή• οδήγηση• μεταφορά. || στροφή, καμπή, γύρισμα.3. αναμέρισμα, απομάκρυνση από κάτι.4. αφαίρεση, βγάλσιμο, εξάλειψη.5. κοπή, κόψιμο.6. συνάντηση, γνωριμία.7. ένωση, σμίξη. || σύνδεση.8. λογαριασμός.9. περιορισμός, περιστολή. -
75 связанность
-и θ.δέσμευση, περιορισμός. -
76 скованность
-и θ.περιορισμός, στέρηση (ελευθερίας, δράσης κ.τ.τ.). -
77 сокращение
-я ουδ.1. συντόμευση, βράχυνση, κόνταιμα• περικοπή, κόψιμο•сокращение пути συντόμευση του δρόμου.
2. μείωση, ελάττωση, λ ι-γόστεμα• περιορισμός•-вооружений ελάττωση των εξοπλισμών.
3. απόλυση από την εργασία ή υπηρεσία (λόγω περιορισμού της εργατικής δύναμης ή του προσωπικού).4. συστολή•сокращение мышц συστολή των μυών.
5. (μαθ.) απλοποίηση•сокращение дроби απλοποίηση κλάσματος.
6. περικοπή, κόψιμο•перевод статьи с -ями μετάφραση του άρθρου με περικοπές.
7. σύντμηση λέξης. -
78 стеснение
-я ουδ.1. σφίξη, -ιμο• πίεση• θλίψη• στρίμωγμα.2. περιορισμός.3. συνωστισμός.4. δυσκολία, πιάσιμο της αναπνοής. || σφίξιμο, βάρος στην καρδιά.5. δισταγμός,ενδοιασμός. -
79 стеснённость
-и θ.περιορισμός• σφίξιμο. || δυσκολία αναπνοής. || δυσκολία, στενοχώρια ο ικονομική. -
80 стеснительность
-и θ.1. δυσκολία, στενοχώρια.2. περιορισμός.3. ντροπαλότητα, -σύνη, διστακτικότητα.
См. также в других словарях:
περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek
περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισμόν — περιορισμός marking out by boundaries masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)