Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

περί-θριξ

См. также в других словарях:

  • περίθριξ — τριχος, ἡ, Α πλόκαμος, μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ από τη γέννηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρίξ, τριχός] …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • VIR — avex vi, quod viribus praestet; an a Virtute; an ex Hebraeo Gap desc: Hebrew per aphaeresin; an a Vireo? quatuor modis intelligitur, Sexu, quô nascitur ut masculus sit; Aetate, quâ differt a puero; Lege, quâ maritus; Animô, quô in suo etiam sexu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περίτριχος — η, ο, Ν 1. (για βακτήρια) αυτός που έχει ομοιόμορφη κατανομή τών μαστιγίων σε ολόκληρη την επιφάνεια τού κυττάρου 2. (για πρωτόζωα) αυτός που έχει βλεφαρίδες διατεταγμένες σπειροειδώς γύρω από την περιστοματική ζώνη 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • περιτριχώ — όω, ΜΑ καλύπτω από παντού με τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός)] …   Dictionary of Greek

  • τριχορρυής — ές, Α αυτός που αποβάλλει τις τρίχες του, που πάσχει από τριχόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + ρρυής (< θ. ῥυη τού ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύη ν), πρβλ. περι ρρυής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»