Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πέπτω

См. также в других словарях:

  • πέπτω — ΝΑ (δ. γρφ.) βλ. πέσσω …   Dictionary of Greek

  • πεπτῶ — πεπτός cooked masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπτω — πέσσω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg πέσσω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσσω — και πέττω και πέπτω, Α 1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τους καρπούς να ωριμάσουν 2. μαγειρεύω, βράζω ή ψήνω 3. μοιράζω μαγειρεμένο φαγητό 4. (για το στομάχι) πέπτω, χωνεύω 5. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη 6. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • POPAE — Ministri sacrorum apud Romanos, qui hostias victimasque ligabant, ac cultrum, aquam molamque parabant, et reliqua sacris necessaria laureatique et succincti, atque ad ilia usque nudi eas ante aras deductas feriebant. Unde Sueton. Calig. c. 32.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόπεπτος — ἡλιόπεπτος, ον (Μ) αυτός που έχει ωριμάσει στον ήλιο («ἡλιόπεπτος σταφίς», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πεπτος (< πέπτω «ωριμάζω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] …   Dictionary of Greek

  • καταπέπτω — (Α) (μτγν. τ. τού καταπέσσω*) μτφ. καταπνίγω, χωνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πέπτω «χωνεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • υπερπέσσω — και αττ. τ. ὑπερπέττω και ὑπερπέπτω Α χωνεύω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέσσω / πέπτω «χωνεύω»] …   Dictionary of Greek

  • χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»