-
1 περίττωμα
[пэриттома] ουσ ο испражнения. -
2 εκκρινω
1) выделять, отбирать, обособлять(ἑξακοσίους λογάδας τῶν ὁπλιτῶν Thuc.; ἐκεκριμένοι ἐκ παίδων Arst.)
2) выделять, отличать3) исключать, изгонять, не допускать(ἐκκριθεὴς ἄτιμος Xen.; Ὀλυμπίασιν ἐκκριθῆναι Plut.)
4) физиол. выделять(τὸ σπέρμα καὴ τὸ περίττωμα Arst.)
-
3 επιλευκαινω
-
4 ζυμωδης
-
5 ιχωρ
ῶρος (ῑ) ὅ (acc. ἰχῶρα - эп. ἰχῶ)1) ихор, «нетленная кровь»(ἄμβροτον αἷμα, жидкость, которая текла в жилах богов) Hom.
2) редко кровьπρὴν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰ. Aesch. — прежде, чем закрылась старая рана, (льется) новая кровь
3) ( всякая органическая жидкость) сыворотка(ἰ. αἵματος ὀρός Plat.; πᾶν τὸ γάλα ἔχει ἰχῶρα Arst.)
; pl. околоплодные воды Arst.; гной(τὸ περίττωμα ποιεῖ ῥεύματα ἰχῶροις Arst.)
; животный яд(τῆς ἐχίδνης Arst.)
; минеральная жидкость или нефть Arst. -
6 καταμηνιωδης
-
7 περισσωμα
атт. περίττωμα - ατος τό1) физиол. выделение(τὰ περιττώματά ἐστι κόπρος, φλέγμα, χολή Arst.)
2) перен. отбросы, подонки(τῆς πόλεως Plut.)
-
8 σηπτος
-
9 σπερματικος
31) семенной(ὄργανα Arst.)
περίττωμα σπερματικόν Arst. — выделение семени2) выделяющий семя(ζῷα Arst.)
3) филос. сперматический, образовательныйλόγοι σπερματικοί Plut., Diog.L. ( в философии стоиков) — сперматические начала ( содержащиеся в первичной материи принципы образования вещей)
См. также в других словарях:
περίττωμα — το, ατος καθετί άχρηστο που μένει από τη λειτουργία του οργανισμού, κόπρος, αποπάτημα, σκατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίττωμα — περίσσωμα , περίσσωμα that which is over and above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπρόλιθος — Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και… … Dictionary of Greek
κουτσουλιά — και κοτσιλιά και κουτσιλιά, η το περίττωμα των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κότ (τ)υνα (τα) «σκύβαλα» (< κόττος «πετεινός») ή, κατ άλλους, < κοτο τσιλιά «περίττωμα κότας»] … Dictionary of Greek
περιττωματικός — ή, ό / περιττωματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και περισσωματικός, ή, όν, ΜΑ [περίττωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα αρχ. (για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾱλλον», Αριστοτ … Dictionary of Greek
σύντηγμα — το, ΝΑ [συντήκω] κράμα που παράγεται με σύντηξη αρχ. περίττωμα («λέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα σύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῡ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
облишьнии — (2*) пр. 1. Облишьнеѥ средн. в роли с. Избыток, излишек: обрѣзанье бо ѥсть дх҃вно. плоть||скы˫а сласти ѿложенье. всѧка бо сласть не ѿ б҃а и о б҃зѣ бываема облишнее сласти е(с) обра(з) необрѣзань˫а ˫авлѧе(т). (περίττωμα) ГБ XIV, 13б–в. 2. Зд.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άφοδος — ἄφοδος, η (Α) [οδός] 1. αναχώρηση, απομάκρυνση 2. αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος 3. επάνοδος, επιστροφή 4. υποχώρηση 5. αποχωρητήριο 6. περίττωμα … Dictionary of Greek
αποπάτημα — το (Α ἀποπάτημα) περίττωμα, ακαθαρσία … Dictionary of Greek
αποχωρώ — (AM ἀποχωρῶ, έω) 1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ 2. αποσύρομαι, παραιτούμαι αρχ. 1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι 2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω 3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά 4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» καταφεύγω… … Dictionary of Greek
διαχώρημα — διαχώρημα, το (Α) αποπάτημα, περίττωμα, κόπρανο … Dictionary of Greek