Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

περίπλοος

См. также в других словарях:

  • περίπλοον — περίπλοος sailing round masc acc sg περίπλους masc/fem acc sg περίπλους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»