-
1 περιπλοος
Iстяж. περίπλους 21) плавающий вокруг, совершающий круговое плавание(ἡγητήρ Anth.)
2) оплываемыйαὕτη π. ἐστὴν ἥ γῆ τεσσάρων ἡμερῶν Thuc. — этот край можно объехать на корабле за четыре дня
IIстяж. περίπλους ὅ1) объезд по морю(ὅ π. τοῦ Ἄθω Her.; ὅ π. περὴ Πελοπόννησον Thuc.)
διέκπλους καὴ π. Thuc. — прорыв и обход (неприятельского флота)2) переезд по морю(εἰς Κέρκυραν Aeschin.)
3) перипл, описание морского путешествия
См. также в других словарях:
περίπλοον — περίπλοος sailing round masc acc sg περίπλους masc/fem acc sg περίπλους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπλους — Λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα. Τα ταξίδια στις ξένες και άγνωστες χώρες για εμπορικούς σκοπούς, για την ίδρυση αποικίας ή για εξερευνητικούς λόγους, έδωσαν την ευκαιρία στους Έλληνες να αναπτύξουν ιδιαίτερο είδος περιγραφικής πεζογραφίας,… … Dictionary of Greek