-
1 Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της
– Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε• Не хвали день до вечераИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της
-
2 Σε βρήκε ένα κακό, περίμενε κι άλλο
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σε βρήκε ένα κακό, περίμενε κι άλλο
-
3 περιμένω
(αόρ. (ε)περίμιηνα и περιέμεινα) μετ., αμετ.1) ждать, ожидать; περίμενε μιά στιγμή подожди (одну) минуту; δεν το περίμενα αυτό я этого не ожидал; 2) надеяться (на что-л.);περιμένουμε ενισχύσεις — надеемся получить подкрепление;
§ τον περιμένουν — он при смерти;
περίμενε! жди больше! -
4 κακό
[ν] τό1) зло;θέλω το κακό — желать зла (кому-л.);
κάνω κακό — причинять зло;
χρησιμοποιώ γιά το κακό — употреблять во зло;
2) убыток, ущерб, вред;κακό δεν κάνει — вреда не будет;
3) беда, несчастье;μας βρήκε μεγάλο κακό — нас постигла большая беда;
έγινε μεγάλο κακ — приключилась большая беда, случилось большое несчастье;
4) злоба, злость; досада;σκάζω από το κακό μου — лопаться от злости;
απ' το κακό μου — с досады;
με το κακό — со злостью, враждебно; — строго; — грубо;
του μίλησα με το κακό — я строго с ним поговорил;
όχι με το κακ, αλλά με το καλό — по-хорошему, добром, а не враждебно (поговорить, обойтись);
5):καί κακό — очень много;
κόσμος και κακό — очень много народу;
σταφύλια και κακό — очень много винограда;
§ η ρίζα τού κακού — корень зла;
βάζω κακό στο ( — или με τό) νού μου — подозревать недоброе, иметь плохое предчувствие;
τόχω ( — или τώχω) σε κακό — это не к добру;
του κάκου — или του κακού — напрасно, тщетно;
σε βρήκε ( — или σοΰρθε) ένα κακό περίμενε κι' άλλο — погов, пришла беда — отворяй ворота
-
5 κομμάτι
το 1.1) кусок;ένα κομμάτι ψωμί — кусок хлеба;
ένα κομμάτι γης — кусок земли;
καλό κομμάτι — лакомый кусок;
γυρίζει γ:ά κομμάτια — попрошайничать;
2) штука;με τό κομμάτι — а) поштучный; — поштучно; — б) сдельный; — сдельно;
δουλεύω με το κομμάτι — работать сдельно;
3) отрывок, отрезок, часть;κάνω κομμάτια прям., перен. — рвать на части;
4) муз. пьеса;5) перен, бабёнка;τάχει φτιαγμένα μ' ένα καλό κομμάτι — он закрутил любовь с одной хорошенькой бабёнкой;
§ σπίτι σε κομμάτια — сборный дом;
γίνομαι κομμάτια — а) разбиваться на куски, вдребезги; — б) расшибиться в лепёшку;
'δγινε κομμάτια γι' αυτόν — он не знал, чем ему угодить, он готов был для него расшибиться в лепёшку; — в) разрываться на части;
πόσα κομμάτια θα γίνω; — на сколько частей я могу разорваться?, я не могу разорваться на несколько частей, я не могу всё это успеть;
κομμάτια να γίνει! — а) ну и пускай!; — б) чёрт с ним!;
στα κομμάτι* να πας! — или * στα κομμάτια! — пошёл к чёрту!, уходи отсюда!; — сгинь!;
2. επίρρ. немножко, капельку;περίμενε κομμάτι! — подожди немного!
-
6 στιγμή
η1) точка (в разн. знач);τελεία στιγμή — грам, точка;
άνω στιγμή — точка с запятой;
2) миг, мгновение; момент;τη στιγμή πού... — в тот момент, когда...;
την ίδια στιγμή — в то же мгновение;
κατάλληλη στιγμή — удобное время, удобный момент, случай;
μιά στιγμή, παρακαλώ! — вас можно на минуточку?;
περίμενε μιά στιγμή — подожди минутку;
σε μιά στιγμή — в один момент, в одно мгновение, в один миг;
από στιγμή σε στιγμή — с минуты на минуту;
απ' αυτή τη στιγμή — с этих пор, с сегодняшнего дня; — с тех пор;
ούτε στιγμή — ни минуты, ни на минуту;
γιά μιά στιγμή μού πέρασε απ' το μυαλό ( — или νου) — у меня мелькнула (мимолётная) мысль; — меня осенило;
3) полигр, пункт -
7 ωσότου
πρόθ. (до тех пор) пока;περίμενε εδώ ωσότου να — ёрθω — подожди здесь, пока я приду
-
8 Μηδένα προ του τέλους μακάριζε
– Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε• Не хвали день до вечераИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μηδένα προ του τέλους μακάριζε
-
9 Μην παινεύεις την αρχή σαν δεν είδες το τέλος
– Για να παινεύεις μια ωραία μέρα, περίμενε το τέλος της– Μηδένα προ του τέλους μακάριζε• Не хвали день до вечераИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μην παινεύεις την αρχή σαν δεν είδες το τέλος
-
10 Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται
-
11 Ενός κακού μύρια έπονται
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ενός κακού μύρια έπονται
-
12 Η μία ατυχία φέρνει την άλλη
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η μία ατυχία φέρνει την άλλη
-
13 Σαν έρθει ένα κακό, καρτέρα κι άλλο
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σαν έρθει ένα κακό, καρτέρα κι άλλο
См. также в других словарях:
περίμενε — περιμένω wait for pres imperat act 2nd sg περιμένω wait for imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίμεν' — περίμενε , περιμένω wait for pres imperat act 2nd sg περίμενε , περιμένω wait for imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
έστωρ — (I) (Α ἕστωρ, ὁ) νεοελλ. μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή τού κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων αρχ. πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ όπου διέρχονται τα… … Dictionary of Greek
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek