Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πενι-χρός

См. также в других словарях:

  • ιαχρός — ἰαχρός, όν (Α) 1. αυτός που έγινε μαλακός με τήξη 2. ήσυχος, ήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ια τού ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα, ανακουφίζω» + επίθημα χρος (πρβλ. αισ χρός, πενι χρός)] …   Dictionary of Greek

  • μελιχρός — ή, ό (Α μελιχρός, ά, όν, αρσ. και μελιχρός) 1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.) 2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»