Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λᾳστής

См. также в других словарях:

  • λαστής — λᾳστής, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληστής …   Dictionary of Greek

  • ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • Βυτίνας, δήμος — Νέος δήμος (2.012 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βυτίνης, Ελάτης, Καμενίτσης, Λάστης, Μαγουλιάνων, Νυμφασίας και Πυργακίου. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Βυτίνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»