Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεθαίνω

  • 1 πεθαίνω

    (αόρ. (ε)πέθανα) 1. μετ.
    1) умерщвлять; 2) перен. замучить до смерти, уморить; изводить, измотать; μας πέθαναν στη δουλειά нас заставили работать до изнеможения; μας πέθανε στην πείνα он нас уморил голодом; μας πέθανες με τίς αναβολές σου ты нас извёл своими отсрочками; τον πέθανε στο ξύλο он его избил до полусмерти; 2. αμετ. 1) умирать, кончаться; 2) перестать существовать, исчезнуть, кануть в вечность; 3) перен. умирать; сильно страдать, мучиться, бедствовать;

    πεθαίνω 'από το κρύο — страдать от холода, замерзать;

    πεθαίνω από την πείνα ( — или της πείνας) — умирать с голоду, сильно голодать;

    πεθαίνω στη δουλειά — работать до изнеможения;

    4) перен. сильно любить, обожать; страстно желать;

    πεθαίνω' γιά το θέατρο — я безумно люблю театр;

    § πεθαίνω στα γέλια — хохотать до упаду;

    πεθαίνω από (την) πλήξη — умирать со скуки;

    ως τότε ποιός ζει ποιός πεθαίνει поживём — увидим, надо ещё дожить до этого;
    σαν πεθάνω γώ, φούρνος μην καπνίσει погов, после меня хоть потоп; πέθανε να σ' αγαπδ, ζήσε να σ' έχω αμάχη (или να μη σε θέλω) погов, проливать крокодиловы слёзы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πεθαίνω

  • 2 πεθαίνω

    [пэтэно] р. (μτβ.) изматывать, изнурять, (αμτβ.) умирать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεθαίνω

  • 3 πεθαίνω

    [пэтэно] ρ (μτβ) изматывать, изнурять, (αμτβ) умирать.

    Эллино-русский словарь > πεθαίνω

  • 4 πεθαίνω

    1) décéder
    2) mourir

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > πεθαίνω

  • 5 décéder

    πεθαίνω

    Dictionnaire Français-Grec > décéder

  • 6 умирать

    умирать
    несов πεθαίνω, (άπο)θνήσκω/ ἀποβιω (в официальных сообщениях):
    \умирать за родину πεθαίνω γιά τἡν πατρίδα· он умирает ξεψυχάει, εἶναι στά τελευταία του· ◊ \умирать со́ смеху σκάζω στά γέλοια· \умирать со скуки πεθαίνω ἀπό πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > умирать

  • 7 кончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. τελειώνω, περατώνω•

    кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•

    кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.

    2. πεθαίνω, τελευτώ•

    он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.

    || φονεύω, σκοτώνω•

    он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.

    εκφρ.
    кончить жизнь ή век – πεθαίνω•
    кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.
    1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).
    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•

    кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•

    тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•

    перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.

    || πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > кончить

  • 8 умирать

    ρ.δ.
    1. βλ. умереть.
    2. (με τις προθέσεις: «с» («со»), «от» και με τα ουσ. «смех», «тоска» κλπ. σημαίνει υπέρτατο βαθμό:

    умирать от смеха πεθαίνω από τα γέλια•

    умирать от тоски πεθαίνω από τη θλίψη.

    πεθαίνω, αποθνήσκω.

    Большой русско-греческий словарь > умирать

  • 9 скончаться

    Русско-греческий словарь > скончаться

  • 10 умереть

    Русско-греческий словарь > умереть

  • 11 заморить

    заморить
    сов ἐξαντλώ, θανατώνω, πεθαίνω κάποιον:
    \заморить голодом ἐξαντλώ ἀπό τήν πείνα, πεθαίνω κάποιον στήν πείνα· ◊ \заморить червячка разг τσιμπάω κάτι, σπάζω τήν πείνα μου.

    Русско-новогреческий словарь > заморить

  • 12 уморить

    умор||ить
    сов разг
    1. (извести, погубить) πεθαίνω κάποιον, ἀφανίζω:
    \уморить голодом πεθαίνω κάποιον στήν πείνα·
    2. (утомить, измучить) ταράζω, ψοφῶ κάποιον, ξεθεώνω:
    он нас всех \уморитьи́л своими разговорами μας ξεθέωσε ὅλους μέ τήν κουβέντα του· ◊ \уморить со смеху κάνω νά σκάσει στά γέλοια

    Русско-новогреческий словарь > уморить

  • 13 starve

    1) (to (cause to) die, or suffer greatly, from hunger: In the drought, many people and animals starved (to death); They were accused of starving their prisoners.) λιμοκτονώ,πεθαίνω από την πείνα/αφήνω(κάποιον)να πεθάνει από την πείνα
    2) (to be very hungry: Can't we have supper now? I'm starving.) πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονώ

    English-Greek dictionary > starve

  • 14 голод

    -а (-у) α.
    1. πείνα•

    испытывать голод πεινώ, έχω πείνα•

    утолить голод καταπραΰνω την πείνα, κόβω την πείνα•

    умереть с -у πεθαίνω από την πείνα•

    голод лучший повар ο πεινασμένος τρώει ό,τι βρει (δε διαλέγει)•

    морить -ом εξοντώνω, ξεκάνω, πεθαίνω κάποιον με την πείνα.

    2. λιμός σιτοδεία•

    во время -а τον καιρό της πείνας.

    || μτφ. έλλειψη, ανεπάρκεια•

    книжный голод έλλειψη βιβλίων•

    товарный голод έλλειψη εμπορευμάτων.

    εκφρ.
    сидеть -ом – κάθομαι πεινασμένος, πει,νώ.

    Большой русско-греческий словарь > голод

  • 15 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 16 смерть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. физиологическая ή естественная смерть φυσιολογικός θάνατος•

    осудить на смерть καταδικάζω σε θάνατο•

    ранняя смерть πρόωρος θάνατος.

    || μτφ. καταστροφή, χαμός.
    2. ως κατηγ. είναι άσχημο, κακό ή δυστυχία.
    3. ως επίρ. πάρα πολύ, σφόδρα•

    как хочется пить πεθαίνω (σκάζω) από τη δίψα.

    εκφρ.
    до -и – μέχρι θανάτου, μέχρι χαμό•
    пасть -ью храбрых – πεθαίνω (πέφτω) ηρωικά•
    смотреть (глядеть) -и в глаза – βλέπω το χάρο με τα μάτια μου•
    как смерть бледный – ωχρός (χλωμός) σα νεκρός•
    как смерть побледнеть – χλω-μιάζω σα νεκρός•
    просто смертьκ. смерть да и только (απλ.) βλ. 2 σημ. за -ью посылать кого πηγαίνει σαν αργοκίνητο καράβι (αργητός στην εκτέλεση εντολής).

    Большой русско-греческий словарь > смерть

  • 17 уморить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уморенный, βρ: -рен, -рена, -рею
    ρ.σ.μ.
    1. θανατώνω, πεθαίνω•

    уморить кого с голодом πεθαίνω κάποιον από την πείνα.

    2. κατακουράζω, καταπονώ, κατεξαντλώ. || μτφ. σκάζω, σπαρταρώ•

    -со смеху σκάζω (ξεγκαρδίζομαι) από τα γέλια.

    κατακουράζομαι, καταπονούμαι, κατεξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > уморить

  • 18 вздох

    вздох
    м ὁ ἀναστεναγμός:
    глубокий \вздох ὁ βαθύς ἀναστεναγμός· ◊ испустить последний \вздох ἐκπνέω, πεθαίνω· до последнего \вздоха μέχρι τελευταίας (εσχάτης) πνοής.

    Русско-новогреческий словарь > вздох

  • 19 вымерзать

    вымерзать
    несов, вымерзнуть сов ξεπαγιάζω, παγώνω, πεθαίνω ἀπό τό κρύο, καταστρέφομαι ἀπ' τήν παγωνιά.

    Русско-новогреческий словарь > вымерзать

  • 20 вымирать

    вымирать
    несов
    1. (исчезать) πεθαίνω, ἐκλείπω, ἐξαφανίζομαι·
    2. (становиться пустым, безлюдным) ἐρημώνομαι, ρημάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вымирать

См. также в других словарях:

  • πεθαίνω — πεθαίνω, πέθανα, πεθαμένος βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — πέθανα, πεθαμένος, αμτβ. 1. παύω να ζω, ανακόπτεται η ζωή μου: Όλα τα ζωντανά κάποτε πεθαίνουν. 2. μτβ., προκαλώ το θάνατο: Τον πέθαναν από το ξύλο. 3. βασανίζω, βασανίζομαι: Πεθάναμε από την κούραση. 4. μτφ., επιθυμώ κάτι έντονα: Πεθαίνει για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικοπεθαίνω — πεθαίνω άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + πεθαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αδικοθανατεύω — πεθαίνω άδικα, πρόωρα, αυτοκτονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + θανατεύω] …   Dictionary of Greek

  • αδικοπηγαίνω — πεθαίνω με άδικο θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + πηγαίνω] …   Dictionary of Greek

  • εναποθνήσκω — ἐναποθνήσκω (Α) 1. πεθαίνω σ έναν τόπο («μήτε ἐναποθνήσκειν ἐν τῇ νήσῳ», Θουκ.) 2. πεθαίνω ανάμεσα ή μαζί με άλλους 3. πεθαίνω κατά τη διάρκεια ή την εκτέλεση ενός έργου 4. πεθαίνω ενώ βρίσκομαι σε μια κατάσταση 5. πεθαίνω από μια αιτία …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …   Dictionary of Greek

  • αποθνήσκω — (AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω) 1. πεθαίνω 2. σκοτώνομαι 3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ») αρχ. 1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ τα γέλια 2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» πεθαίνω από τον φόβο μου.… …   Dictionary of Greek

  • επαποθνήσκω — ἐπαποθνήσκω (Α) 1. πεθαίνω μετά τον θάνατο κάποιου («οὐ μόνον ὑπεραποθανεῑν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῑν τετελευτηκότι», Πλάτ.) 2. πεθαίνω ενώ κάνω κάτι 3. απόλ. πεθαίνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»