Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πεζᾶι

См. также в других словарях:

  • πεζαί — πεζός on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζᾶι — πεζᾷ , πεζός on foot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέζαι — πέζα instep fem nom/voc pl πέζᾱͅ , πέζα instep fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LIMBO circumflua chlamys — apud Stat. Theb. l. 6. v. 540. At tibi Maeonio fertur circum flus limbo. Pro meritis Admete chlamys, repetitaque multo Murice. vestis erat limbo insignis, cuius περιῤῥοὴν his verbis eleganter describit; quemadmodum circum vestem purpuram currere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»