Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πεδίο

  • 1 πεδίο(ν)

    το поле (тж. перен.);

    πεδίο(ν) μάχης — поле боя;

    πεδίο(ν) ασκήσεων — учебный плац;

    πεδίο(ν) βολής — полигон; — стрельбище; — тир;

    πεδίο(ν) δράσης — поле деятельности;

    οπτικό πεδίο(ν) — поле зрения;

    πεδίο(ν) απογείωσης (προσγείωσης) — взлётная (посадочная) площадка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πεδίο(ν)

  • 2 πεδίο(ν)

    το поле (тж. перен.);

    πεδίο(ν) μάχης — поле боя;

    πεδίο(ν) ασκήσεων — учебный плац;

    πεδίο(ν) βολής — полигон; — стрельбище; — тир;

    πεδίο(ν) δράσης — поле деятельности;

    οπτικό πεδίο(ν) — поле зрения;

    πεδίο(ν) απογείωσης (προσγείωσης) — взлётная (посадочная) площадка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πεδίο(ν)

  • 3 πεδίο

    [годно] ουσ ο поле, равнина.

    Эллино-русский словарь > πεδίο

  • 4 όραση

    [-ις (-εως)] η зрение;
    τό αισθητήριο[ν] της οράσεως орган зрения, глаз;

    ασθενής ( — или ασθενική, αδύνατη) όρασ — слабое зрение;

    τό πεδίο της όρασης — поле зрения;

    αυτό έχει εκφύγει τελείως απ' το πεδίο της όράσης του это совершенно выпало у него из поля зрения, он совершенно забыл об этом;

    χάνω την όραση — терять зрение, лишаться зрения;

    επανακτώ την όραση — прозревать;

    ανάκτηση της όρασης — прозрение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όραση

  • 5 καππεδιον

        неправ. = κὰπ πεδίο, т.е. κατὰ πεδίον

    Древнегреческо-русский словарь > καππεδιον

  • 6 πεδιονομος

        2
        обитающий на равнинах, полевой
        

    (θεοί Aesch.)

    Древнегреческо-русский словарь > πεδιονομος

  • 7 δράση

    [-ις (-εως)] η
    1) действие;

    η ακτίνα δράσης — радиус действия;

    ελευθερία δράσης — свобода действий;

    παρουσιάζω δράση — действовать;

    εν δράσει — в действии;

    2) деятельность;

    πολιτική δράση — политическая деятельность;

    άνθρωπος δράσης — энергичный человек;

    πεδίο δράσης — поле деятельности;

    З) воен., фин. операция;
    4) перен. динамика, динамизм;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δράση

  • 8 μαγνητικός

    η, ό[ν]
    1) магнитный;

    μαγνητικοί πόλοι — магнитные полюса;

    μαγνητικό πεδίο — магнитное поле;

    ' μαγνητική θύελλα — магнитная буря;

    μαγνητική βελόνη — магнитная стрелка;

    μαγνητική απόκλιση — магнитное склонение;

    μαγνητικό κύκλωμα — магнитная цепь;

    2) перен. магнетический, притягательный;
    3) перен. гипнотический; магнетический (уст.);

    μαγνητικ ΰπνος — гипнотический сон

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαγνητικός

  • 9 μάχη

    η битва, сражение, бой; борьба;

    μάχη της σοδειβς — битва за хлеб (партизанское движение за спасение урожая от гитлеровцев);

    τό πεδίο της μάχης — поле битвы;

    μάχη σώμα προς σώμα — рукопашный бой;

    δίνω μάχη — давать бой;

    κερδίζω την μάχη — выиграть сражение;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάχη

  • 10 οπτικός

    η, ό[ν] 1.
    1) оптический;

    οπτικά όργανα — оптические приборы;

    2) зрительный;

    οπτικό νεύρο — зрительный нерв;

    οπτικό πεδίο — поле зрения;

    οπτικές παραισθήσεις — или οπτική απάτη — оптический обмин, обмин зрения; — мираж;

    οπτική γωνία — угол зрения;

    2. (ο)
    1) оптик; 2) торговец оптикой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οπτικός

  • 11 πέφτω

    (αόρ. επεσα) αμετ.
    1) падать, валиться;

    πέφτω ανάσκελα — упасть навзничь;

    έπεσε λιπόθυμος (νεκρός) он упал в обморок (замертво);
    σκόνταψα και έπεσα я споткнулся и упал; 2) падать, выпадать (об осадках, о волосах и т.п.);

    πέφτει βροχή (χιόνι) — идёт дождь (снег);

    πέφτουν τα φύλλα — падают листья;

    3) впадать (в какое-л. состояние); предаваться (чему-л.);

    πέφτ σε απελπισία ( — или απόγνωση) — впадать в отчаяние, предаваться отчаянию;

    πέφτω σε δυσμένεια (σφάλμα) — впадать в немилость (ошибку);

    4) бросаться, кидаться (куда-л.);

    πέφτω στο νερό — бросаться в воду;

    5) попасть, очутиться, оказаться;

    πέφτω σε ενέδρα (παγίδα) — попасть в засаду (ловушку);

    πέφτω στα χέρια κάποιου — попасть в чьи-л. руки, оказаться в чьих-л. руках;

    πέφτω στα νύχια κάποιου — попадать к кому-л. в лапы, стать чьей-л. жертвой;

    πέφτω σε καλά (κακά) χέρια — попадать в хорошие (плохие) руки;

    6) попадать (в цель);
    7) падать, снижаться, понижаться;

    οι τιμές πέφτουν — цены падают;

    η θερμοκρασία πέφτει — температура падает;

    8) опускаться (о светилах и т. п.);
    ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα солнце село за море; έπεσε ομίχλη опустился туман;

    πέφτει το σκοτάδι — надвигается темнота, темнеет;

    9) пасть (в бою);

    πέφτ στο πεδίο της μάχης — пасть на поле брани;

    10) пасть (о правительстве и т. п.); сдаться, покориться (кому-чему-л.);
    τό φρούριο έπεσε крепость пала; 11) ослабевать; утихать, стихать; ο αέρας έπεσε ветер стих; έπεσε πολύ ο πατέρας отец сильно сдал; 12) приходиться, выпадать; του έπεσε το λαχείο он выиграл; ему выпал выигрыш; μας έπεσε στη λοταρία ένα ψυγείο мы выиграли в лотерею холодильник;

    η γιορτή πέφτει την Παρασκευή — праздник приходится на пятницу;

    λίγα πέφτουνε στον καθένα μας — немного приходится на каждого;

    τί μού πέφτει στο μερτικό μου:

    что выпало на мою долю?;
    13) бросаться, нападать; обрушиваться; πέσαν απάνω μας они набросились на нас;

    πέφτει επιδημία — вспыхивает эпидемия;

    14) рушиться, рухнуть;
    15) разг родиться; της έπεσε το παιδί στούς εφτά μήνες у неё родился семимесячный ребёнок, она родила семимесячного ребёнка;

    § πέφτει το ηθικό μου — падать духом;

    πέφτω επάνω σε κάτι — натыкаться на что-л.;

    πέφτω να κοιμηθώ — ложиться спать;

    πέφτω άρρωστος — или πέφτω στο κρεββάτι ( — или στα ρούχα) — слечь в постель, заболеть;

    πέφτω με το κεφάλι — внезапно серьёзно заболеть, слечь;

    πέφτω έξω прям., перен. — а) садиться на мель;

    б) дать маху;
    ошибаться;

    πέφτω έξω στούς υπολογισμούς μου — просчитаться;

    πέφτω σε σφάλμα ( — или πέφτω σε παράπτωμα) — проштрафиться;

    πέφτω θδμα — пасть жертвой;

    είμαι πεσμένος μπρούμυτα лежать ничком;

    πέφτω στα γόνατα κάποιου — падать кому-л. в ноги;

    умолять кого-л.;

    πέφτω στο στόμα ( — или στη γλώσσα) κάποιου — попасться кому-л. на язычок;

    πέφτω στα ( — или από τα) μάτια κάποιου — упасть в чьих-л. глазах;

    πέφτει χρήμα — с) на это идёт уйма средств; — б) здесь дело пахнет подкупом;

    πέφτει ξύλο — они дерутся;

    η υπόληψη του έπεσε его репутация погибла;

    πέφτει η μύτη μου — вешать нос;

    πέφτουν τα μούτρα μου — виновато опускать голову;

    πέφτω καί στη φωτιά γιά σένα — я за тебя готов в огонь и в воду;

    πέφτω απ' το κακό στο χειρότερο — попадать из огня да в полымя;

    δεν σού πέφτει λόγος — ты помалкивай, без тебя обойдётся;

    πολύ ( — или βαρύ) σού πέφτει — это не по тебе; — кишка тонκέ (ср. — русск, не по Сеньке шапка);

    πέφτω με τα μούτρα ( — или τό κεφάλι) σε κάτν — уйти с головой в какие-л. дела;

    πέφτουν τα φτερά μου — у меня руки опускаются;

    πέφτουν κορμιά — гибнут люди;

    πέφτουν κεφάλια — летят головы;

    πέφτουν τουφεκιές ( — или πιστολιές) — слышны выстрелы, идёт перестрелка;

    η πόλη πέφτει λίγο δυτικότερα — город находится немного западнее;

    έπεσε γρήγορα αυτό το θεατρικό του έργο эта пьеса быстро сошла со сцены;

    πέφτω δίπλα — а) причаливать; — б) перен. подъезжать (к кому-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέφτω

  • 12 προσγείωση

    [-ις (-εως)] η
    1) приземление; посадка;

    αναγκαστική προσγείωση — вынужденная посадка;

    πεδίο προσγείωσης — посадочная площадка;

    κατά την προσγείωση — во время посадки, приземления;

    2) перен. возвращение с неба на землю;
    3) эл. заземление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσγείωση

См. также в других словарях:

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — το 1. έκταση ομαλή, πεδιάδα. 2. μτφ., νοητή περιοχή δραστηριότητας: Πεδίο εμπορικής δραστηριότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδρονικό πεδίο — Ελκτικό πεδίο δυνάμεων που δημιουργείται γύρω από ένα αδρόνιο. Το πεδίο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την έλξη ανάμεσα στα πρωτόνια του πυρήνα που κανονικά θα έπρεπε να απωθούνται, ως ομώνυμα φορτισμένα. Η ένταση του α.π. είναι αντιστρόφως ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • ηχητικό πεδίο — Το σύστημα αναφοράς, οι διαστάσεις του οποίου χαρακτηρίζουν τους διάφορους ήχους. Στον κάθετο άξονα μετράται η στάθμη σε ντεσιμπέλ, στον οριζόντιο η συχνότητα σε Χερτς (Hz). Βλ. λ. ακουστική …   Dictionary of Greek

  • Θριάσιο πεδίο — Πεδιάδα γύρω από την Ελευσίνα, η οποία πήρε την ονομασία της από τον δήμο Θριάς ή Θριούντος, στον οποίο ανήκε κατά την αρχαιότητα. Από το Θ.π. περνούσε η πομπή των Ελευσίνιων, στη διάρκεια των Ελευσίνιων Μυστηρίων …   Dictionary of Greek

  • Κρόκιο πεδίο — Ονομασία πεδιάδας της Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα. Αποτελούσε μέρος της Αχαΐας Φθιώτιδας και περιλάμβανε τις πόλεις Θήβα, Πυραίον και Ίτων. Στην πεδιάδα αυτή, που σήμερα ονομάζεται πεδιάδα του Αλμυρού, λάτρευαν τη Δήμητρα και την Περσεφόνη …   Dictionary of Greek

  • Ληλάντιο πεδίο — Βαθύπεδο της Εύβοιας. Έχει μήκος περίπου 8 χλμ. και εκτείνεται μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας. Είναι πολύ εύφορο, κυρίως στο τμήμα Δ του ποταμού Λήλαντα που ονομάζεται Αμπέλια και περιλαμβάνει αμπέλια, ελιές και χωράφια για την καλλιέργεια… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»