-
1 πεδιονομος
См. также в других словарях:
πεδιονόμος — ο / πεδιονόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών τής Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα 2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» θεοί τών… … Dictionary of Greek
πεδιονόμοις — πεδιονόμος dwelling in the plain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)