Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πεδιονόμος

См. также в других словарях:

  • πεδιονόμος — ο / πεδιονόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών τής Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα 2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» θεοί τών… …   Dictionary of Greek

  • πεδιονόμοις — πεδιονόμος dwelling in the plain masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»