Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεδάᾳ

См. также в других словарях:

  • πεδάα — πεδά̱ᾱ , μετά ἀάω hurt imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεδάᾱ , μετά ἀάω hurt pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πεδάᾱ , μετά ἀάω hurt imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδάᾳ — πεδάω bind with fetters pres ind mp 2nd sg (epic) πεδάω bind with fetters pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»