-
1 παχύσαρκος
παχύσαρκοςwith stout fibres: masc /fem nom sg -
2 παχύσαρκος
η, ο [ος, ον ]1) жирный, тучный, грузный (о человеке); 2) мед. страдающий ожирением -
3 παχύσαρκος
A with stout fibres, Dsc.1.85.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχύσαρκος
-
4 παχύσαρκος
-
5 παχύσαρκος
yağlı gövdeli, kalın -
6 παχύσαρκος
corpulent -
7 παχύσαρκος
1) korpulentny przym.2) tęgi przym. -
8 παχύσαρκος
tělnatý -
9 παχύσαρκος
1) corpulent2) obeseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παχύσαρκος
-
10 corpulent
παχύσαρκος -
11 tělnatý
παχύσαρκος -
12 obese
παχύσαρκος -
13 korpulentny
παχύσαρκος -
14 tęgi
παχύσαρκος -
15 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
16 жирный
жи́рн||ыйприл1. παχύς, χοντρός/ παχύσαρκος, πολύσαρκος (тучный)·2. (сальный) λιπαρός, στεατώδης:\жирныйое пятно́ λεκές ἀπό λίπος· ◊ \жирный шрифт полигр. τά παχειά στοιχεία· \жирныйая земля ἡ παχειά γή. -
17 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
18 тучный
ту́чн||ыйприл1. παχύς, χονδρός, παχύσαρκος, πολύσαρκος:\тучныйый мужчина ὁ χοντρός ἄνδρας·2. (о земле) εὔφορος, γόνιμος:\тучныйый чернозем τά εὐφορα μαϋρα χώματα· \тучныйые луга τά παχειά λειβάδια. -
19 туша
ту́шаж Ι.:мясная \туша τό σφαχτό·2. (о человеке) разг ὁ χοντρός, ὁ παχύσαρκος. -
20 corpulent
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παχύσαρκος — with stout fibres masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύσαρκος — η, ο / παχύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη τού λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] … Dictionary of Greek
παχύσαρκος — η, ο αυτός που είναι παχύς, ο χοντρός, ο παχύσωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
βαθύσαρκος — βαθύσαρκος, ον (Α) εύσαρκος, παχύσαρκος … Dictionary of Greek
βαρέλα — η 1. μεγάλο βαρέλι 2. (συνήθως για γυναίκα) παχύσαρκος, ογκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεγεθυντικό του ουσ. βαρρέλι] … Dictionary of Greek
βαρύσαρκος — (AM βαρύσαρκος, ον) ο παχύσαρκος … Dictionary of Greek
βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… … Dictionary of Greek
κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… … Dictionary of Greek
κρεατερός — ή, ό [κρέας] αυτός που έχει πολύ κρέας, παχύσαρκος … Dictionary of Greek
πάχης — Αθηναίος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι., γιος του Επίκληρου. Το 428 πολιόρκησε τη Μυτιλήνη και την ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησε τις πόλεις, Ερεσσό, Πύρρα και Νότιο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα κλήθηκε στο δικαστήριο… … Dictionary of Greek