Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παχύσαρκος

См. также в других словарях:

  • παχύσαρκος — with stout fibres masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύσαρκος — η, ο / παχύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη τού λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • παχύσαρκος — η, ο αυτός που είναι παχύς, ο χοντρός, ο παχύσωμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

  • βαθύσαρκος — βαθύσαρκος, ον (Α) εύσαρκος, παχύσαρκος …   Dictionary of Greek

  • βαρέλα — η 1. μεγάλο βαρέλι 2. (συνήθως για γυναίκα) παχύσαρκος, ογκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεγεθυντικό του ουσ. βαρρέλι] …   Dictionary of Greek

  • βαρύσαρκος — (AM βαρύσαρκος, ον) ο παχύσαρκος …   Dictionary of Greek

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek

  • κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… …   Dictionary of Greek

  • κρεατερός — ή, ό [κρέας] αυτός που έχει πολύ κρέας, παχύσαρκος …   Dictionary of Greek

  • πάχης — Αθηναίος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι., γιος του Επίκληρου. Το 428 πολιόρκησε τη Μυτιλήνη και την ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησε τις πόλεις, Ερεσσό, Πύρρα και Νότιο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα κλήθηκε στο δικαστήριο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»