-
1 παστήρια
παστήριαfeast on sacrificial meats: neut nom /voc /acc pl -
2 παστήρια
παστήρια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παστήρια
-
3 θοινάω
2 [voice] Pass., to be feasted upon, i.e. sacrificed,ὗς τέλεος θοινῆται IG12(1).905
([place name] Rhodes).II feast, entertain, ; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (v.l. -ισε) the feast, which he gave him upon his son's flesh, Hdt.1.129.2 more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. , Cyc. 550, - ήσομαι ([etym.] ἐκ-) A.Pr. 1025 codd.: [tense] aor. 1 ἐθοινήθην (v. infr.): [tense] aor. 1 [voice] Med.- ησάμην Nonn.D.5.331
, AP9.244 (Apollonid.): [tense] pf.τεθοίνᾱμαι E.Cyc. 377
(prob.).a abs., to be feasted, feast, banquet, once in Hom., ἐς δ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι lead them in to feast, Od.4.36;παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι E.Alc. 542
:θ. καλῶς Cratin.164
.b c. acc., feast on,μῶν τεθοίναται ἑταίρους; E.Cyc. 377
; σὲ ὕστερον θοινάσομαι ib. 550;θ. τὰ ζῷα Porph.Abst.2.2
: c. acc. cogn.,θ. παστήρια E.El. 836
: c. gen.,ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένῳ Id.Cyc. 248
;θοινήσατο θήρης AP9.244
(Apollonid.); of an eating sore,σάρκα θοινᾶται ποδός E.Fr. 792
, cf. Arist.Po. 1458b24:
См. также в других словарях:
παστήρια — feast on sacrificial meats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστήρια — τὰ, Α 1. ευωχία με το κρέας τής θυσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα τὰ ἐντόσθια κοιλία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ τού πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα τήριον (πρβλ. τελεσ τήριον)] … Dictionary of Greek