-
1 παραπαφισκω
См. также в других словарях:
παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek
1 παραπαφισκω
παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek