-
1 παραπαφίσκω
παρ-απαφίσκω, aor. 2 παρήπαφεν: deceive, cheat, beguile, w. inf., Il. 14.360†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραπαφίσκω
См. также в других словарях:
παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek