Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραπαφίσκω

См. также в других словарях:

  • παραπαφίσκω — Α 1. εξαπατώ, αποπλανώ 2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο 3. θέλγω, γοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρήπαφον — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) παραπαφίσκω mislead aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηπάφησας — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήπαφε — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήπαφεν — παραπαφίσκω mislead aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήπαφες — παραπαφίσκω mislead aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»