-
1 ἵημι
A v.l. ἵεις S.El. 596, Castorio 2), ἵησι, [ per.] 3pl. ἱᾶσι, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. ἱεῖσι; imper.ἵει Il.21.338
, E.El. 593 (lyr.); subj. ἱῶ; opt. ἱείην (also ἀφ-ίοιμι, X.HG6.4.3); inf. ἱέναι; part. ἱείς:—thematic forms of the [tense] pres. (as if from [full] ἱέω) are also found, esp. in compds., cf. μεθίημι, σύνιημι: also, as if from [full] ἵω, [ per.] 3sg. [tense] pres.ἵει A.R.4.634
, imper.ξύν-ιε Thgn.1240b
codd.: [tense] impf. [ per.] 3sg.ἵει Il.1.479
, [dialect] Dor. (Abu Simbel, vi B.C.); [ per.] 3pl. ,ἵεν Il.12.33
, ξύν-ιεν (v.l. -ιον) 1.273; also [ per.] 2sg. ; [dialect] Ion. [tense] impf. ἵεσκε ([etym.] ἀν-) Hes.Th. 157: [tense] fut.ἥσω Il.17.515
, etc.: [tense] aor. 1 ind.ἧκα Il.5.125
, etc., [dialect] Ep.ἕηκα 1.48
(mostly in compds.); [ per.] 3sg. subj.ᾗσι 15.359
; [ per.] 3sg. opt.εἵη 3.221
; inf. , [dialect] Ep.ἐξ-έμεναι Od.11.531
: [tense] pf. εἷκα, only in compds. ([etym.] ἀφ-, καθ-, παρ-, συν-), also ἕωκα ([etym.] ἀφ-) PCair.Zen.502.4 (iii B.C.), Hdn.Gr.2.236:—[voice] Med., [tense] pres.ἵεμαι Od.2.327
, etc.; also [ per.] 3pl.προ-ίονται PCair.Zen.151.4
(iii B.C.): [tense] impf. , etc.: [tense] fut. ἥσομαι ([etym.] μετ-) Hdt.5.35, ([etym.] προ-) D.1.12, ([etym.] ἐξαν-) E.Andr. 718: [tense] aor. 1 ἡκάμην (only in compds. προς-, προ-): [tense] aor. 2 εἵμην, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἕμην, of which we find εἷτο ([etym.] ἐφ-) S.Ph. 619, ([etym.] ἀφ-) X.Hier.7.11, ἕτο ([etym.] συν-) Od.4.76, ἕντο ([etym.] ἐξ-) Il.9.92, etc.; imper. ἕο ([etym.] ἐξ-) Hdt.5.39, οὗ ([etym.] ἀφ-) S.OT 1521; subj. ὧμαι ([etym.] συν-) Il.13.381; opt. εἵμην ([etym.] ἀφ-) Ar.Av. 628, or οἵμην ([etym.] προ-) Pl.Grg. 520c; inf. ἕσθαι ([etym.] προς-) Ar.V. 742; part. ἕμενος ([etym.] προ-) Th.6.78, Isoc.4.164, etc.:— [voice] Pass., [tense] fut. ἑθήσομαι ([etym.] ἀν-) Th.8.63: [tense] aor. εἵθην (only in compds. ἀφ-, καθ-, παρ-): [tense] pf. εἷμαι (only in compds.); also ἕωμαι in compds. ἀν-, ἀφ-, ἐφ- (q.v.): [tense] plpf. εἵμην (only in compds.).—Of the [voice] Pass. and [voice] Med. Hom. has only [tense] pres., [tense] impf., and [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 [voice] Med. ἕντο.—For varieties peculiar to special compds., v. ἀν-, ἀφ-, ὑφ-ίημι. (Perh. cogn. with Lat. Ja-c-io or with Lat. sēmen:—[voice] Med. ἵεμαι prob. from ϝῑ-, cf.εἴσομαι 11
, Skt. véti (pl. vyánti) 'press forward, desire', Lat. vīs ([ per.] 2sg.), invitus.) [[pron. full] ῐ generally in Hom. and [dialect] Ep., [pron. full] ῑ in [dialect] Att.; sts. [pron. full] ῑ in Hom.,ἵει Il.16.152
, etc.;ἱεῖσαι Od.12.192
; also in inf. ἱέμεν, ἱέμεναι, part. ἱέμενος, etc.,ξυν-ῑετε Archil.50
: [pron. full] ῐ sts. in Trag., ῐησι A.Th. 309 (lyr.), ῐέντα ib. 493, ῐείς, ῐεῖσα, E.IT 298, IA 1101, Hec. 338; ; in Com., συνῐημι Ar.Av. 946 (s. v.l.), Strato Com.1.3: with variation of quantity, πλεῖστον οὖλον ἵει [pron. full] [ῐ], i)/oulon i(/ei [i ¯ ] Carm.Pop. 1.]:—release, let go,ἧκα.. πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι Od.12.442
; ἧκε φέρεσθαι let him float off, Il.21.120; let fall, κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας made his locks flow down from his head, Od.6.231; [ἐθείρας] ἵει λόφον ἀμφί Il.19.383
; ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω I let two anvils hang from his two legs, 15.19;ἐκ δ' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε Od.22.84
, cf. Il.12.205; ; ἧκαν ἑαυτούς let themselves go, X.An.4.5.18;ἵεσαν φυγῇ πόδα E.Rh. 798
.2 of sounds, utter,ὄπα Il.3.152
, Od.12.192;ἔπεα Il.3.221
;γλῶσσαν Hdt. 1.57
; Ἑλλάδα γλῶσσαν ἱ. to speak Greek, Id.9.16; Δωρίδα, Ἀττικὴν γλῶσσαν, Th.3.112, Sol.36.10;φωνὴν Παρνησίδα A.Ch. 563
;δύσθροα βάγματα Id.Pers. 636
(lyr.);ἐκ στηθέων ἄλγος Id.Th. 865
(lyr.);μέγαν κωκυτόν S.Aj. 851
, etc.; but πᾶσαν γλῶσσαν ἱ. to let loose every kind of speech, Id.El. 596; πᾶσαν ([etym.] τὸ λεγόμενον)φωνὴν ἱέντα Pl.Lg. 890d
; τὸ τᾶς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες, i.e. speaking not in words, but in silent thought, S.OC 133 (lyr.); ἧκε abs. (sc. φωνήν), Plu.2.973e; of instruments,ἄλλα μέλη τῶν χορδῶν ἱεισῶν Pl.Lg. 812d
.3 throw, hurl, λᾶαν, βέλος, δόρυ, Od.9.538, Il.4.498, E.Rh. 63; ἱέναι (sc. τινά)πέτρας ἄπο E.HF 320
, cf. S.Tr. 273: c. gen. pers., to throw or shoot at one,ὀϊστόν τινος Il.13.650
;ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα Hes.Th. 684
: metaph.,ἐκ μαλθακᾶς φρενὸς ὀϊστοὺς ἱέντες Pi.O.2.90
.b abs., throw, shoot,τόσσον γὰρ ἵησιν Od.9.499
, cf.8.203, Il.17.515, Pl.Tht. 194a, etc.;ἄνω ἱέντες X.An.3.4.17
;δίσκοισιν τέρποντο.. ἱέντες Il.2.774
, al.: c. gen. objecti, τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱείς shooting at great spirits, S.Aj. 154; ἐπὶ στόχον ( στοίχων codd.) at a mark, X. Ages.1.25: c. dat. instr.,ἵησι τῇ ἀξίνῃ Id.An.1.5.12
.4 of water, let flow, spout forth,ῥόον Il.12.25
; [Ἀξιὸς] ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησι 21.158
; : abs., [ποταμὸς] ἐπὶ γαῖαν ἵησιν the river pours over the land, Od.11.239; [κρήνη] ἵησι 7.130
; of tears,δάκρυον ἧκε χαμᾶζε 16.191
; of fire or smoke,ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός E.Med. 1187
; .5 send, of living beings, τίς γάρ σε θεῶν ἐμοὶ ἄγγελον ἧκε; Il.18.182;Αἰνείαν.. ἐξ ἀδύτοιο ἧκε 5.513
; of omens or portents,τοῖσι δὲ δεξιὸν ἧκεν ἐρῳδιόν 10.274
;ἔλαφον.. εἰς ὁδὸν αὐτὴν ἧκεν Od. 10.159
;τέρας 21.415
; generally of things,ἴκμενον οὖρόν τινι Il.1.479
, etc.II [voice] Med., speed oneself, hasten, freq.in part. with Advs.,πρόσω ἵεσθε Il.12.274
;ἐνθένδ' ἱέμην Ar.Eq. 625
; ἱ. Τροίηνδε, Ἔρεβόσδε, Od.19.187, 20.356: with Preps.,ἵεσθαι κατὰ τὴν φωνήν Hdt. 2.70
;πρός τινα Id.9.78
;δρόμῳ ἵεσθαι ἐς τοὺς βαρβάρους Id.6.112
; ; (lyr.);εἰς Κολωνόν Pherecr.134
; ἵ. ἐπί τινα spring upon, of the lion, Arist.HA 629b24: abs.,ἰδόντες ἱέμεσθα S.Ant. 432
; ἱέμενος ῥεῖ rushing, Pl.Cra. 420a, etc.2 metaph., to be eager, desire to do a thing, c. inf.,ἵετο γὰρ βαλέειν Il.16.383
;βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός 8.301
;ἵετο θυμῷ τείσασθαι.. 2.589
: c. gen., to be set upon, long for a thing, in part., ἱέμενοι πόλιος, νίκης, 11.168, 23.371;νόστοιο Od.15.69
; (lyr.); ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων setting thyself toward, Od.10.529: abs. in part., ἱέμενός περ eager though he was, 1.6, etc. -
2 παρίημι
παρ-ίημι: let go by the side, only aor. pass., παρείθη, hung down, Il. 23.868†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρίημι
-
3 ἐτάζω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. ἐτάσαιCompounds: mostly ἐξ-ετάζω, aor. ἐξετάσαι, - άξαι (Theoc.) etc. `find out, inquire exactly' (Ion.-Att.); also with prefix, e. g. ἐπ-, συν-, προ-εξετάζω; Arc. παρ-hετάζω in παρ-hεταξάμενος, παρ-ετάξωνσι `have approved' (Tegea IVa; unless from παρ-ίημι `approve', πάρ-ετος).Derivatives: ἔτασις, ἐτασμός `proof, test' (LXX), ἐταστής = ἐξετ. (Lampsakos). - ἐξέτασις `enquiry, test' (Att.), - σία `id.' (Astypalaea, Rom. times; cf. Schwyzer 469), ἐξετασμός `id.' (D.); ἐξεταστής `inspector, controller' (Aeschin., Arist., inscr.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1,227) with ἐξεταστήριον `inspection' (Samos IIa), ἐξεταστικός `ready for control, belonging to controll' (X., D.), Έξεταστέων PN (Bechtel Namenstud. 22).Etymology: Denomin. of ἐτός, only found in ἐτά ἀληθῆ, ἀγαθά H.; so prop. `verify, check the truth'. - Not certainly explained. Usually ἐτός is considered a verbal adjective of εἰμί `to be' (Schwyzer 502); ἐτός for *ἑτός (IE *s-e-tó-s), so like Germ., e. g. ONo. sannr (PGm. *sánÞa-), Skt. satyá- `true' (IE *s-ón-t-o-, resp. *s-n̥-t-i̯ó-) `existing, real'?; but this would be * h₁s-nt- or * h₁s-eto-, which would result in different forms; against it Luther "Wahrheit" und "Lüge" 51. De Lamberterie ( RPh 71 (1997)160, following Pinault, assumes a stem * set-u-; see on ἐτεός and ὅσιος.Page in Frisk: 1,578-579Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐτάζω
См. также в других словарях:
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek
ημιπάρεση — Μερική αδυναμία ή ήπια παράλυση, που προσβάλλει μια πλευρά του σώματος. Συνήθως οφείλεται σε φλεγμονή, τραύμα, δηλητηρίαση που περιοδικά καταπιέζει την κινητική λειτουργία, αλλά δεν καταστρέφει εκτενώς τα νευρικά κύτταρα. * * * η ιατρ. μερική… … Dictionary of Greek
παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek