Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρ-ήμερος

См. также в других словарях:

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • παρήμερος — η, ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, ον, ΝΑ αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα αρχ. αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • PICRIS — Graeca vox πικρὶς, lactuca agrestis, Exodi c. 12. v. 8. in Vulgata, Et edent carnes nocte illâ assas ipsi et azymos panes cum lactucis agrestibus; ubi Vaticana translatio habet, Et azyma super picrides comedent: S. Cyprianus cum picridibus, legit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • λημέρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 416 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Κρεμαστών, 73 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κόνιαβη. * * * το 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»