-
1 παρ-ευδιάζομαι
παρ-ευδιάζομαι, = παρευδιάω, Pol. 4, 32, 5, ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι.
-
2 παρευδιαζομαι
жить безмятежно, наслаждаться покоемἦγον τέν εἰρήνην ἀεὴ παρευδιαζόμενοι Polyb. — (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром