1 παρ-ευδιάζομαι
παρ-ευδιάζομαι, = παρευδιάω, Pol. 4, 32, 5, ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παρ-ευδιάζομαι