-
1 παρευδιαζομαι
жить безмятежно, наслаждаться покоемἦγον τέν εἰρήνην ἀεὴ παρευδιαζόμενοι Polyb. — (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром
-
2 παρευδιάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρευδιάζομαι
-
3 παρευδιαζόμενοι
παρευδιάζομαιlive at peace with one's neighbours: pres part mp masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
παρευδιάζομαι — Α ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐδιάζω / ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»] … Dictionary of Greek
παρευδιαζόμενοι — παρευδιάζομαι live at peace with one s neighbours pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρευδιαστής — ὁ, Α [παρευδιάζομαι] είδος πτηνών που ζούσαν στο νερό και έβγαιναν στην ξηρά σε περίοδο καλοκαιρίας … Dictionary of Greek