Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρευδιάζομαι

См. также в других словарях:

  • παρευδιάζομαι — Α ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὐδιάζω / ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρευδιαζόμενοι — παρευδιάζομαι live at peace with one s neighbours pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρευδιαστής — ὁ, Α [παρευδιάζομαι] είδος πτηνών που ζούσαν στο νερό και έβγαιναν στην ξηρά σε περίοδο καλοκαιρίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»