-
1 παρ-ίκω
-
2 ἵκω
1 come Ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων (sc. ? κῶμος) O. 4.10ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9
ἶκεν δὲ Μιδέαθεν O. 10.66
ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87
[P. 2.36 v.ἱκνέομαι.] ταχέως δ' Ἄδματος ιλτ;γτ;κεν καὶ Μέλαμπος P. 4.126
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις (i. e. when he returned) P. 11.32εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
ὤμοσε γὰρ θεός μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116
]ον ἷκε συγγόνους τρεῖς π[ (Schr.: εἷκε Π.) fr. 140. 70 (44). -
3 παρικω
-
4 ἥκω
Grammatical information: v.Meaning: `have come, have arrived, be there' (IA., also Dor.; on the perfective meaning Schwyzer-Debrunner 274). (Ε 478, ν 325).Other forms: Hom. else ἵκω), hell. also with perfect inflexion ἧκα, ἡκέναι, fut. ἥξω (A.), Dor. ἡξῶ (Theoc.), aor. ἧξαι (late),Derivatives: No deriv.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [893] *sē(i)k- `come, have come'Etymology: Beside perfective ἥκω there is with present meaninng ἵ̄κω (ep. Dor. Arc.), s. v. Neither the ē-vowel (IE sēik-is impossible) nor the perfect meaning have been explained. Ample discussion in Johansson Beiträge zur griech. Sprachkunde (1890) 62ff. No cognate (wrong Pok. 893).Page in Frisk: 1,628Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἥκω
См. также в других словарях:
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… … Dictionary of Greek
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek
παρίκω — Α (για χρόνο) έχω παρέλθει, είμαι περασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἵκω, ομηρ. τ. τού ἥκω «έχω έλθει»] … Dictionary of Greek