-
1 παρ-έζομαι
παρ-έζομαι (s. ἕζομαι), neben od. bei Einem sitzen, sich neben od. bei Einem setzen, τινί, wie σοί γε παρέζετο, Il. 1, 557. 5, 889 Od. 4, 738 u. öfter, H. h. Apoll. 345.
-
2 καθ-έζομαι
καθ-έζομαι (s. ἙΔ), fut. καϑεδοῠμαι, bei D. L. 2, 72 καϑεδήσομαι als v. l., impf. od. aor. καϑεζόμην, bei Hom. u. Tragg. ohne Augm., sonst ἐκαϑεζόμην, sichnieder setz en; ἡ δὲ μάλ' ἄγχ' αὐτοῖο καϑέζετο Il. 24, 126; ἐπὶ ϑρόνου 24, 522; ἐπὶ λίϑοισιν Od. 3, 406; sich zu einer Sitzung niederlassen, eine Sitzung halten, ἀγορήνδε καϑεζώμεσϑα κιόντες πάντες 1, 372; πὰρ Διΐ Hes. O. 257; dasitzen, mit dem Nebenbegriff der Ruhe, Od. 10, 378, vgl. 375; verweilen, zögern, zaudern, 6, 295; ἐς ϑρόνον καϑέζετο Aesch. Prom. 229; Soph. O. C. 1593; ἐπὶ ζυγοῖς καϑέζετ' ἀρχῆς Eur. Phoen. 75; ἱκέται καϑεζόμεσϑα βώμιοι Bacch. 33; πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καϑεζομένων Thuc. 3, 70; sich lagern, 2, 18. 19; ἐκαϑέζετο παρὰ τοὺς πόδας μου Plat. Prot. 310 c; ἵνα παρ' αὐτῷ καϑέζοιτο Charm. 155 a; καϑεδεῖται Theaet. 146 a, wie Ar. Ach. 841; sich aufhalten, Aesch. 1, 120. – Einen aor. pass. καϑεσϑείς hat Agath. 53 (IX, 644), ἐκαϑέσϑη Long. 3, 5, Paus. 9, 3, 11 u. a. Sp., den aber Luc. soloecist. 11 verwirft; vgl. Phryn. p. 269. – Das praes. καϑέζομαι steht Lys. 13, 37 Plat. Ax. 371 c Ath. I, 17 f Paus. 10, 5, 2. – Vgl. καϑεῖσα, κάϑημαι und καϑίζω.
-
3 παρέζομαι
παρ-έζομαι, neben od. bei einem sitzen, sich neben od. bei einem setzen
См. также в других словарях:
παρέζομαι — Α κάθομαι κοντά ή δίπλα σε κάποιον (α. «παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων» κάθισε κοντά, πρόσπεσε και άγγιξε τα γόνατά της, Ομ. Οδ. β. «παρέζεσθαι δὲ παρ ἐσθλὸν ἄνδρα χρεών» πρέπει να κάθεσαι κοντά, δηλαδή να συναναστρέφεσαι, αξιόλογο άνθρωπο, Θέογν.).… … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
παρίζω — και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α 1. (το ενεργ και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι 2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἵζω*, άλλος τ. τού ἕζομαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek