Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρ-έζομαι

См. также в других словарях:

  • παρέζομαι — Α κάθομαι κοντά ή δίπλα σε κάποιον (α. «παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων» κάθισε κοντά, πρόσπεσε και άγγιξε τα γόνατά της, Ομ. Οδ. β. «παρέζεσθαι δὲ παρ ἐσθλὸν ἄνδρα χρεών» πρέπει να κάθεσαι κοντά, δηλαδή να συναναστρέφεσαι, αξιόλογο άνθρωπο, Θέογν.).… …   Dictionary of Greek

  • ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • παρίζω — και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α 1. (το ενεργ και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι 2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἵζω*, άλλος τ. τού ἕζομαι «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»