-
1 παραλογον
τό непредвиденное обстоятельство, неожиданность(τὰ παράλογα τῆς τύχης Diod.)
-
2 παράλογον
παράλογοςbeyond calculation: masc /fem acc sgπαράλογοςbeyond calculation: neut nom /voc /acc sgπαράλογοςbeyond calculation: masc acc sg -
3 нелогичность
-и θ.μη λογικότητα παρα-λογία το παράλογον•нелогичность возражений το παράλογον των αντιρρήσεων.
-
4 παρά-λογος [2]
παρά-λογος, ὁ, als subst. = τὸ παράλογον, das Unberechnete, Unerwartete, Thuc. 2, 85. 7, 28 u. öfter; vgl. Phot.
-
5 ἄ-φατος
ἄ-φατος, 1) nicht ausgesprochen, wovon nicht gesprochen wird, unberühmt, ἄφατοι καὶ φατοί neben ἄῤῥητοι καὶ ῥητοί Hes. O. 3. – 2) nicht auszusprechen, bes. unaussprechlich groß, ungeheuer, Soph. νέφος, κτύπος, O. R. 1314 O. C. 1463; ἄχεα Eur. El. 1191; vgl. Ion. 783; χρήματα Her. 7, 190; κεφαλαί Pers. Ep. 1 (VI, 112); komisch ἄφατον ὡς ἐπαινιῶ Ar. Lys. 198. Bei Pol. 15, 28 ist ἄφατον καὶ παράλογον τὸ συμβαῖνον = schwer zu sagen.
-
6 επιθαυμαζω
1) удивляться, поражаться(τὸ παράλογον τελευτῆς Plut.)
2) оплачивать, вознаграждать(τὸν διδάσκαλον Arph.)
-
7 алогизм
а α.το άλογον, το παράλογον, η αλογισιά. -
8 παράλογος
παράλληλ-ος, ον, (Aλόγος 1
, IV. 1 fin.) beyond calculation, unexpected, unlooked for, ἄτοπον καὶ π. Arist. de An. 411a14 ;π. τι ἡ τύχη Id.Ph. 197a18
;π. ἀτυχήματα Id.Rh. 1374b7
; ; αἱ π. τῶν βαρβάρων ἔφοδοι casual, uncertain, Plb.2.35.6 ; strange,π. πόθος Palaeph.52
;π. καὶ ἀπρεπὴς βούλησις Hdn.1.16.4
; παράλογον, τό, an unexpected event,τὰ π. τῆς τύχης D.S. 17.66
, etc.; εἴ τι σπάνιον καὶ ὡς ἐν παραλόγῳ abnormal, Thphr.CP1.3.2 (but παράλογα, over-portions of food given to guests which were not to be reckoned upon, X.Lac.5.3). Adv.- γως Hp.Aph.2.27
, etc.;τοὺς π. δυστυχοῦντας D.27.68
, cf. Arist.EN 1135b16 : [comp] Sup.- ώτατα J.BJ2.19.7
.2 () beyond reason, unreasonable,τὰ π. καὶ ἄτοπα Plu.2.626e
, etc.;ἐν παραλόγῳ ποιεῖσθαί τι App.BC2.146
; παράδοξα μέν, οὐ μὴν π. Cleanth. ap. Arr.Epict.4.1.173. Adv. -γως, εἰκῇ καὶ π. Plb.1.74.14, etc.3 Gramm., contrary to analogy or rule, irregular, A.D.Pron.27.26, al.4 Adv. - γως fraudulently, OGI 665.33 (Egypt, i A.D.).II [full] παράλογος, ὁ, as Subst., incalculable element, τοῦ πολέμου ὁ π. Th.1.78 ; πολύς, μέγας ὁ π., the event is much, greatly contrary to calculation, Id.3.16, 7.55 ; τὸν π. τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι τῆς δυνάμεως, i. e. so belied the calculations of the Greeks, ib.28 ; ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις τοῦ βίου παραλόγοις by miscalculations such as men make, Id.8.24 ;τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον Id.2.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλογος
-
9 ἐπιθαυμάζω
A pay honour to, ἐ. τι τὸν διδάσκαλον by giving him a fee, Ar.Nu. 1147; ἐπιθαυμάσας τὸ παράλογον in wonder at.., Plu.Marc.30: abs., Arr.Epict.1.26.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθαυμάζω
-
10 παράλογος
παρά-λογος, (1) eigtl. wider od. gegen die Rechnung, anders, als man gerechnet hat, d. i. unerwartet, unvermutet; (2) über die gewöhnliche Rechnung hinaus; τὰ παράλογα, die Speisen, welche den Gästen über ihre gewöhnlichen Portionen gereicht wurden--------------------------------παρά-λογος, ὁ, als subst. = τὸ παράλογον, das Unberechnete, Unerwartete
См. также в других словарях:
παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
προδιαγιγνώσκω — Α 1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῡ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.) 2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῑς προδιαγνόντες παραινοῡσιν», Θουκ.) 3. φρ. «μηδὲν… … Dictionary of Greek