-
1 παράλογα
παράλογοςbeyond calculation: neut nom /voc /acc pl -
2 нелогично
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нелогично
-
3 παραλογον
τό непредвиденное обстоятельство, неожиданность(τὰ παράλογα τῆς τύχης Diod.)
-
4 παρά-λογος
παρά-λογος, 1) eigtl. wider od. gegen die Rechnung, anders, als man gerechnet hat, d. i. unerwartet, unvermuthet; Thuc. 1, 65; καὶ ἀπροςδόκητον, 2, 91, Pol. 2, 35, 6 u. öfter; Plut. Fab. 16 u. Folgde; auch adv., ὅσα ἂν παραλόγως ξυμβῇ, Thuc. 1, 140, οἱ παραλόγως δυςτυχοῦντες, Dem. 27, 68; καὶ εἰκῇ, Pol. 40, 3, 5; Sp. – 2) über die gewöhnliche Rechnung hinaus, τὰ παράλογα, die Speisen, welche den Gästen über ihre gewöhnlichen Portionen gereicht wurden, Xen. Lac. 5, 3.
-
5 бессмысленно
бессмысленн||онареч παράλογα, ἀνόητα, ἀνοήτως/ ἀσκοπα, ἀσκόπως (бесцельно). -
6 договариваться
договаривать||ся1. συνάπτω συμφωνία[ν], συμβάλλομαι, συνομολογώ, συμφωνώ (приходить к соглашению)/ συνεννοούμαι, συμφωνώ μέ κάποιον (уславливаться ὁ чем-л.)/ διαπραγματεύομαι (вести переговоры):\договариватьсяся с кем-л. συμφωνώ (или συνεννοούμαι) μέ κάποιον2. (до чего-л.) разг:\договариватьсяся до абсурда φτάνω νά λέω ἀνοησίες, φτάνω νά λέω παράλογα πράγματα· ◊ Высокие Договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη, οἱ ὑψηλοί συμβαλλόμενοι. -
7 несуразный
несура́зн||ыйприл разг1. ἀνόητος, παράλογος:\несуразныйый человек ὁ ἀστόχαστος ἄνθρωπος· говорить \несуразныйые вещи λέω παράλογα πράγματα·2. (нескладный, неуклюжий) ἀγαρμπος. -
8 absurdly
adverb παράλογα -
9 illogically
adverb παράλογα -
10 preposterously
adverb παράλογα -
11 senselessly
adverb παράλογα -
12 бессмысленно
[μπισσμύσλιννα] επίρ. παράλογα -
13 бессмысленно
[μπισσμύσλιννα] επίρ παράλογα -
14 нелогично
επίρ.παράλογα. -
15 неразумно
επίρ.παράλογα ανόητα. -
16 нерассудительно
επίρ.παράλογα, απερίσκεπτα. -
17 несуразно
επίρ.παράλογα ασυνάρτητα• ανόητα κλπ. επ. -
18 рассудок
-дка α.το λογικό•деятельность рассудка η λειτουργία του λογικού•
потерять рассудок χάνω το λογικό•
здравый рассудок σωφροσύνη, σύνεση• ορθή λογική•
вопреки -у παρά τη λογική, παράλογα•
быть в полном -е έχω πλήρως το λογικό μου, εχεφρονώ πλήρως, είμαι στα συγκαλά μου•
лишиться -дка στερούμαι του λογικού.
-
19 παράλογος
παράλληλ-ος, ον, (Aλόγος 1
, IV. 1 fin.) beyond calculation, unexpected, unlooked for, ἄτοπον καὶ π. Arist. de An. 411a14 ;π. τι ἡ τύχη Id.Ph. 197a18
;π. ἀτυχήματα Id.Rh. 1374b7
; ; αἱ π. τῶν βαρβάρων ἔφοδοι casual, uncertain, Plb.2.35.6 ; strange,π. πόθος Palaeph.52
;π. καὶ ἀπρεπὴς βούλησις Hdn.1.16.4
; παράλογον, τό, an unexpected event,τὰ π. τῆς τύχης D.S. 17.66
, etc.; εἴ τι σπάνιον καὶ ὡς ἐν παραλόγῳ abnormal, Thphr.CP1.3.2 (but παράλογα, over-portions of food given to guests which were not to be reckoned upon, X.Lac.5.3). Adv.- γως Hp.Aph.2.27
, etc.;τοὺς π. δυστυχοῦντας D.27.68
, cf. Arist.EN 1135b16 : [comp] Sup.- ώτατα J.BJ2.19.7
.2 () beyond reason, unreasonable,τὰ π. καὶ ἄτοπα Plu.2.626e
, etc.;ἐν παραλόγῳ ποιεῖσθαί τι App.BC2.146
; παράδοξα μέν, οὐ μὴν π. Cleanth. ap. Arr.Epict.4.1.173. Adv. -γως, εἰκῇ καὶ π. Plb.1.74.14, etc.3 Gramm., contrary to analogy or rule, irregular, A.D.Pron.27.26, al.4 Adv. - γως fraudulently, OGI 665.33 (Egypt, i A.D.).II [full] παράλογος, ὁ, as Subst., incalculable element, τοῦ πολέμου ὁ π. Th.1.78 ; πολύς, μέγας ὁ π., the event is much, greatly contrary to calculation, Id.3.16, 7.55 ; τὸν π. τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι τῆς δυνάμεως, i. e. so belied the calculations of the Greeks, ib.28 ; ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις τοῦ βίου παραλόγοις by miscalculations such as men make, Id.8.24 ;τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον Id.2.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλογος
-
20 παράλογος
παρά-λογος, (1) eigtl. wider od. gegen die Rechnung, anders, als man gerechnet hat, d. i. unerwartet, unvermutet; (2) über die gewöhnliche Rechnung hinaus; τὰ παράλογα, die Speisen, welche den Gästen über ihre gewöhnlichen Portionen gereicht wurden--------------------------------παρά-λογος, ὁ, als subst. = τὸ παράλογον, das Unberechnete, Unerwartete
См. также в других словарях:
παράλογα — παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
Manos Hadjidakis — Mános Hadjidákis Pour les articles homonymes, voir Hadjidakis. Mános Hadjidákis (en grec : Μάνος Χατζιδάκις) (1925 1994) compositeur grec. Il est né à Xanthi, dans le nord est de la Grèce. En 1961 il reçut l Oscar de la meilleure chanson,… … Wikipédia en Français
Mános Hadjidákis — Pour les articles homonymes, voir Hadjidakis. Mános Hadjidákis (en grec : Μάνος Χατζιδάκις) (1925 1994) compositeur grec. Il est né à Xanthi, dans le nord est de la Grèce. En 1961 il reçut l Oscar de la meilleure chanson, pour sa chanson du… … Wikipédia en Français
άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) … Dictionary of Greek
ένδειγμα — το (AM ἔνδειγμα) ένδειξη, τεκμήριο μσν. πληθ. ἐνδείγματα σημεία και τέρατα, παράλογα ή περίεργα γεγονότα … Dictionary of Greek
ακαταλόγιστος — η, ο [καταλογίζω] 1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική 2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας 3. εκείνος που γίνεται παράλογα «πράξη… … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
αλογίζομαι — ἀλογίζομαι (Μ) [ἄλογος] είμαι παράλογος, φέρομαι παράλογα … Dictionary of Greek
αλογεύομαι — (Α ἀλογεύομαι) [ἄλογος] 1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα 2. προσποιούμαι τον παράλογο 3. (Εκκλ.) [ἄλογον] λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία … Dictionary of Greek
αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… … Dictionary of Greek