Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παράδοξος

См. также в других словарях:

  • παράδοξος — contrary to expectation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …   Dictionary of Greek

  • παράδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί με την κοινή γνώμη, που δε γίνεται δεχτός από τη κοινή αντίληψη, ο ασυνήθιστος, ο παράξενος, ο απίθανος, ο απίστευτος: Η ζωή έχει πολλά παράδοξα. Ουσ. παραδοξότητα κάθε παράδοξη περίπτωση, το παράδοξο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοξότερον — παράδοξος contrary to expectation adverbial comp παράδοξος contrary to expectation masc acc comp sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτέρων — παράδοξος contrary to expectation fem gen comp pl παράδοξος contrary to expectation masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξότατα — παράδοξος contrary to expectation adverbial superl παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξότατον — παράδοξος contrary to expectation masc acc superl sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδόξως — παράδοξος contrary to expectation adverbial παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδοξον — παράδοξος contrary to expectation masc/fem acc sg παράδοξος contrary to expectation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτάτη — παράδοξος contrary to expectation fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοτάτην — παράδοξος contrary to expectation fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»