-
1 παρουσία
παρ-ουσία, ἡ, (1) Gegenwart; ὅταν παρουσία φράζῃ, τότ' ἔργων τῶνδε μεμνῆσϑαι χρεών, der gegenwärtige Augenblick, die günstige Gelegenheit; κακοῦ, Anwesenheit, Vorhandensein; auch Ankunft; (2) das Vermögen -
2 παρ-ουσία
παρ-ουσία, ἡ, 1) Gegenwart; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Aesch. Pers. 165; Ch. 660; τί δῆτα μέλλει μὴ παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; ὅταν παρουσία φράζῃ, τότ' ἔργων τῶνδε μεμνῆσϑαι χρεών, El. 1242, der gegenwärtige Augenblick, die günstige Gelegenheit; τί δῆτα τέκνων τῶνδε δεῖ παρουσίας; Eur. Hec. 1005; ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ, Ar. Th. 1049; u. in Prosa, Plat. Phaed. 100 d, ἀγαϑῶν Gorg. 497 e, κακοῦ 217 b, Anwesenheit, Vorhandensein; auch Ankunft, Thuc. 1, 138; εἰς Ἰταλίαν, D. Hal. 1, 45. – 2) das Vermögen, wie οὐσία, VLL.
-
3 εὐ-παθής
εὐ-παθής, ές, 1) leicht empfänglich für äußere Eindrücke, empfindlich, reizbar, Theophr. u. Sp., ἄνϑρωπος, von zartem Körperbau, Galen.; ὁ νάφϑας πρὸς τὸ πῦρ Plut. Alex. 35; τῷ ἀέρι prim. frig. 12, wie ὑπὸ τοῦ ἀέρος Arist. probl. 8, 4. Auch im moralischen Sinne, empfindlich, leicht in Leidenschaft zu setzen, Sp., wie Plut. – 2) angenehm, behaglich, βίος Crates bei Suid. v. παρουσία, u. so auch adv. εὐπαϑῶς.
-
4 διστάζω
διστάζω ( δίς), zweifeln, ungewiß sein; absolut, Plat. Theaet. 190 a; ὅτι, Ion 534 e; εἰ ἑτέρως ἔχει Legg. X, 897 b; μὴ – τυγχάνοι Soph. 235 a; πῶς γραπτέον Arist. Eth. 3, 5; περί τινος, Plut. discr. ad. et am. 29. – Auch im pass., bezweifelt werden; παρουσία δισταζομένη, worüber man ungewiß ist, D. Sic. 17, 9.
-
5 ἔῤῥω
ἔῤῥω, wohl ursprünglich mit Digamma Fέῤῥω, s. Ahrens Dial. Dor. p. 46 Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 490; Iliad. 8, 239 ἐνϑάδε ἔρρων; fut. ἐῤῥήσω, aor. ἤῤῥησα; langsam, mühselig einhergehen, wie der hinkende Hephästus, Il. 18, 421, Scholl. Aristonic. ὅτι ἔῤῥων οὐ ψιλῶς πορευόμενος, ἀλλὰ διὰ τὴν χωλότητα ἐπαχϑῶς βαδίζων; von dem traurig, rathlos umhergehenden Menelaus Od. 4, 367, Scholl. μετὰ λύπης μόνῳ πορευομένῳ, φϑειρομένῳ, καὶ μετὰ φϑορᾶς βαδίζοντι; vgl. H. h. Merc. 259. – Daher: zu seinem Unglück, unglücklicher Weise wohin gehen, kommen, in Etwas gerathen, Il. 9, 364 ἐνϑάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἐνϑάδε μετὰ φϑορᾶς παραγενόμενος; Iliad. 8, 239 ἐνϑάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ ἔῤῥων οὐκ ἔστι ψιλῶς παραγινόμενος, ἀλλὰ μετὰ φϑορᾶς · δυςαρεστεῖ γὰρ τῇ παρουσίᾳ, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 102. Besonders = zu seinem Verderben fortgehen, weggehen, u. geradezu untergehen, ἄτιμος ἔῤῥειν τοῠδ' ἀπόξενος πέδου Aesch. Eum. 844; Βακτρίων δ' ἔῤῥει πανώλης δῆμος, mit perf. Bdtg, das ganze Volk ist dahin, Pers. 718. 925; übertr., ὀμμάτων δ' ἐν ἀχηνίαις ἔῤῥει πᾶσ' Ἀφροδίτη Ag. 419; ἄφαντος ἔῤῥει ϑανασίμῳ χειρώματι, er ging unter, Soph. O. R. 560, wie O. C. 1775 τῷ κατὰ γῆς ὃς νέον ἔῤῥει, vom Sterben; τἀκείνου δέ σοι σωτήρι' ἔῤῥει, die Hoffnung auf Rettung ist verloren, El. 913; ἔῤῥει τὰ ϑεῖα, es geht unter, wird nicht mehr geachtet, O. R. 910; ὦ τλῆμον, εἰ τέϑνηκας, ἐξ οἵων καλῶν ἔῤῥεις καὶ πατρὸς ζηλωμάτων Eur. I. T. 739; ὦ Πρίαμε καὶ γῆ Τρῳάς, ὡς ἔῤῥεις μάτην Hel. 1220; ὡς Πόλυβον ἤῤῥησεν Ar. Ran. 1192, zum Polybus gerieth er hin. vgl. Lys. 336; in Prosa, αὐτὰ ἔῤῥει ταῦτα ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat. Phil. 24 d; πάντα ἔῤῥειν ταῦτα ἐν τῷ τότε χρόνῳ Legg. III, 677 c; ἕπεὶ γὰρ ὁ γέλως ἐκ τῶν ἀνϑρώπων ἀπόλωλεν, ἔῤῥει τὰ ἐμὰ πράγματα, ist's aus mit mir, Xen. Conv. 1, 15, vgl. Cyr. 6, 1, 3; ἔῤῥει τὰ καλά, das Glück ist hin, Hell. 1, 1, 23; Sp., wie Plut. von Cicero's Gedichten τὴν ποιητικὴν αὐτοῦ ἀκλεῆ καὶ ἄτιμον ἔῤῥειν συμβέβηκεν, ist untergegangen, Cic. 2. – Häufig im imperat. u. opt. als Ausdruck der Verachtung u. des Unwillens, Iliad. 22, 498 ἔρρ' οὕτως, packe dich, mache, daß du wegkommst; 8, 164 ἔρρε, κακὴ γλήνη, geh' zum Teufel, geh' zum Henker; 24, 239 ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες; Odyss. 10, 72 ἔρρ' ἐκ νήσου ϑᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων, vs. 75 ἔρρ', ἐπεὶ ἀϑανάτοισιν ἀπεχϑόμενος τόδ' ἱκάνεις, Scholl. μετὰ φϑορᾶς ἀναχώρει, Eustath. p. 1647, 62 τὸ δὲ ἔῤῥε, καίριον ὄν, δὶς ἐλέχϑη κατὰ ϑυμικὴν διάϑεσιν. ἑρμηνεύουσι δὲ αὐτὸ οἱ Ἀριστάρχιοι μετὰ φϑορᾶς ἄπιϑι; – ἀ σ πὶς ἐκείνη ἐῤῥέτω Archil. frg. 51; ἐῤῥέτω Ἴλιον Soph. Phil. 1185; σὺ δ' ἔῤῥ' ἀπόπτυστος O. C. 1385; ἔῤῥοι δ' ἂν αἰδώς El. 241; verstärkt ἔῤῥ' ἐς κρακας ϑᾶττον ἀφ' ἡμῶν Aristoph. Plut. 604; οὐκ ἐῤῥήσετε, οὐκ ἐς κόρακας ἐῤῥήσετε, werdet ihr euch nicht gleich zum Henker scheren, Lys. 1240 Paz 500; vgl. Vesp. 1329; folgende Dichter, ἔῤῥοις Antp. Th. 5 (V, 3); Ap. Rh. 3, 936; ἔῤῥ' ἀπ' ἐμεῖο Theocr. 20, 2; selten in späterer Prosa.
-
6 ἕξις
ἕξις, ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπι-στήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ παρουσία δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von στέρησις, S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c διάϑεσις ψυχῆς καϑ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεϑα, wie Phil. 11 d ἕξις ψυχῆς καὶ διάϑεσις verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. πάϑη, ἕξεις δὲ λέγω, καϑ' ἃς πρὸς τὰ πάϑη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen πρᾶξις u. ἐνέργεια, ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet ἕξις von φύσις u. ψυχή. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
-
7 διστάζω
διστάζω ( δίς), zweifeln, ungewiß sein. Auch im pass., bezweifelt werden; παρουσία δισταζομένη, worüber man ungewiß ist
См. также в других словарях:
παρουσία — παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc/acc dual παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρουσία — (parusia) (греч.) присутствие. Наличие идей в вещах (Платон). Второе пришествие Христа. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
παρουσία — η, ΝΜΑ 1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.) 2. η έλευση, ο ερχομός… … Dictionary of Greek
παρουσίᾳ — παρουσίαι , παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσία — η 1. αυτοπρόσωπη εμφάνιση, το να είναι κανείς παρών: Η παρουσία του δασκάλου στην τάξη επιδρά κατασταλτικά στις παρορμήσεις των παιδιών. 2. ο ερχομός, η προσέλευση: Δευτέρα Παρουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
παρουσίας — παρουσίᾱς , παρουσία presence fem acc pl παρουσίᾱς , παρουσία presence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσίαι — παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάσας — παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem acc pl (doric) παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem gen sg (doric) παρουσιάσᾱς , παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσίαν — παρουσίᾱν , παρουσία presence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek