-
1 παροινος
-
2 πάροινος
πάροινοςmasc /fem nom sg -
3 πάροινος
πάροινος, ον (Lysias 4, 8; Menand., Peric. 1022 S. [444 Kö.]; Diog. L. 1, 92; Lucian, Tim. 55; the emendation TestJud 14:4 Ch. rests on a misunderstanding of the lit. structure in that book; π. is used of people in all these exx.) pert. to one who is given to drinking too much wine, addicted to wine, drunken 1 Ti 3:3; Tit 1:7.—DELG s.v. οἶνος. M-M. -
4 πάροινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πάροινος
-
5 πάροινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πάροινος
-
6 πάροινος
пьяный, хмельной, пристрастный к вину; как сущ. пьяница.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πάροινος
-
7 πάροινος
πάροιν-ος, ον,A = παροινικός, Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc. ; μάχαι π. Anacreont.40.12 ; τὸ σὸν π. Men.Pk. 444. Adv. - νως Poll.6.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάροινος
-
8 παροίνως
πάροινοςadverbialπάροινοςmasc /fem acc pl (doric) -
9 πάροινον
πάροινοςmasc /fem acc sgπάροινοςneut nom /voc /acc sg -
10 παροίνοις
πάροινοςmasc /fem /neut dat pl -
11 παροίνου
πάροινοςmasc /fem /neut gen sg -
12 παροίνους
πάροινοςmasc /fem acc pl -
13 παροίνων
πάροινοςmasc /fem /neut gen pl -
14 πάροινοι
πάροινοςmasc /fem nom /voc pl -
15 ὀξύ-χειρ
ὀξύ-χειρ, ειρος, mit den Händen schnell, behend, rüstig; κτύπος, der schnellen Hand, Aesch. Ch. 23; καὶ πάροινος, der schnell zur That ist, leicht zugreift u. zuschlägt, Lys. 4, 8; Theocrit. 19 (IX, 598); Nicomach. com. bei Ath. VII, 291 c, δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίγνετ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής.
-
16 οξυχειρ
1) производимый быстрой рукой, т.е. быстрый, проворный2) дающий волю рукам, лезущий драться(ὀ. καὴ πάροινος Lys.)
3) ловкий на руку, т.е. вороватый(τῆς Μαίας βρέφος Luc.)
-
17 3943
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3943
-
18 παροίνιος
παροίν-ιος, ον,II befitting a drinking party,ὄρχησις Ath.14.629e
, cf. Luc.Salt.34;ἀγών Ph.1.353
; π. ᾠδαί, μέλη, drinking songs, Sch.Ar.V. 1217, 1231 ; τὰ Πραξίλλης παροίνια drinking songs, ib. 1232 ;τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Plu. Dem.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροίνιος
-
19 ἀγρότης
II ([etym.] ἄγρα) hunter,οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218
, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. [full] ἀγρότις,νύμφη A.R.2.509
; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότης
-
20 ὀξύχειρ
ὀξύ-χειρ, ειρος, mit den Händen schnell, behend, rüstig; κτύπος, der schnellen Hand; καὶ πάροινος, der schnell zur Tat ist, leicht zugreift u. zuschlägt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάροινος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροινος — ον, ΜΑ μσν. ακόλαστος («πάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.) αρχ. 1. παροίνιος* 2. οινοπότης, μέθυσος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον η ιδιότητα τού παροίνου, η παροινία*. επίρρ... παροίνως Α κατά τον τρόπο τού παροίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἶνος… … Dictionary of Greek
παροίνως — πάροινος adverbial πάροινος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροινον — πάροινος masc/fem acc sg πάροινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνοις — πάροινος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνου — πάροινος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνους — πάροινος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνων — πάροινος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροινοι — πάροινος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οινοφερής — οἰνοφερής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φερής (< φέρω), πρβλ. πυρι φερής] … Dictionary of Greek