Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραστάτης

См. также в других словарях:

  • παραστάτης — one who stands by masc nom sg παραστατέω stand by imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) παραστατέω stand by imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτης — ο θηλ. παραστάτιδα 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, βοηθός, υπερασπιστής, συνοδός, παραστεκούμενος: Παραστάτες της Σημαίας. – Μου στάθηκε βοηθός και παραστάτης στις δύσκολες στιγμές. 2. το πλαϊνό του ανοίγματος της πόρτας, αλλιώς παραστάδα: Έτσι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… …   Dictionary of Greek

  • παραστάται — παραστάτης one who stands by masc nom/voc pl παραστάτᾱͅ , παραστάτης one who stands by masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατῶν — παραστάτης one who stands by masc gen pl παραστατέω stand by pres part act masc nom sg (attic epic doric) παραστατέω stand by pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάταιν — παραστάτης one who stands by masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάταις — παραστάτης one who stands by masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτην — παραστάτης one who stands by masc acc sg (attic epic ionic) παραστά̱την , παρίστημι cause to stand aor ind act 3rd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτου — παραστάτης one who stands by masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτῃ — παραστάτης one who stands by masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»