-
1 παρασκευαστος
-
2 παρασκευαστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευαστός
-
3 παρασκευαστός
-
4 παρασκευαστόν
παρασκευαστόςthat can be provided: masc /fem acc sgπαρασκευαστόςthat can be provided: neut nom /voc /acc sg -
5 απαρασκευαστος
См. также в других словарях:
παρασκευαστός — ή, όν, Α [παρασκευάζω] αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει … Dictionary of Greek
παρασκευαστόν — παρασκευαστός that can be provided masc/fem acc sg παρασκευαστός that can be provided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)